| (Κάνοντας δεξί κλικ πάνω σε οποιαδήποτε φωτογραφία, μπορείτε να την ανοίξετε σε νέο tab και να την δείτε σε φυσικό μέγεθος) |
![]() |
| Σουλιώτισσες Δημοσιεύεται στο: «Δημήτρης Φωτιάδης, Η Επανάσταση του 1821», εκδ. Μέλισσα 1971. |
![]() |
|
Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω:
Οι ιστορικοί μας δεν θεώρησαν διόλου απαραίτητο ν΄ ασχοληθούν με τη συμβολή των γυναικών στον Αγώνα.
Αγωνίστηκε η γυναίκα, όσο κι ο άνδρας.
Θα χρειαστεί να σκεφτούμε πολύ για να θυμηθούμε κάποιο άλλο όνομα από τα μαθητικά μας χρόνια.
Άραγε ποιές ήταν; Πώς έζησαν, πώς πέθαναν, ποιές ήταν οι μάχες τους, η ζωή τους, τα αισθήματα, οι καημοί τους, τα κίνητρα κι ο χαρακτήρας τους;
Μόλις το 1933 η Σωτηρία Αλιμπέρτη, συγγραφέας και ερευνήτρια, ενδιαφέρθηκε σοβαρά να τις ψάξει, κι ασχολήθηκε συστηματικά με τις ηρωίδες εκείνες γυναίκες.
Αντίθετα, ξένοι ιστορικοί και περιηγητές της εποχής μίλησαν για κείνες. Και κάποιοι τους αφιέρωσαν λαμπρές σελίδες.
Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε το βαθμό και την ποιότητα της συμμετοχής των γνωστών και άγνωστων γυναικών στον Ελληνικό αγώνα, πρέπει όμως να δούμε και ποιά ήταν η θέση τους μέσα στην κοινωνία στα τέλη του 18ου και την ανατολή του 19ου αιώνα.
Στην εκπαίδευση, η γυναίκα λαμβάνει την κοινή παιδεία, τα βασικά γράμματα, αν και το σύνηθες για τις περισσότερες, είναι να μην κατέχουν ούτε καν αυτά.
Στην κοινωνία της εποχής, δύο κατηγορίες γυναικών υπάρχουν:
Μέσα από τα ιστορικά γεγονότα γεννιούνται δυο όψεις γυναικών της Επανάστασης:
Το 1475 η Λήμνος δέχθηκε την κατακτητική επίθεση των τούρκων, υπό την αρχηγία του Σουλεϊμάν πασά. Σώθηκε από μια νέα κόρη, την Μαρούλα Κλαδά που μόλις είδε τον αγαπημένο πατέρα της να σκοτώνεται από τους τούρκους, ζώστηκε τ΄ άρματά του και όρμησε εναντίον τους. Την ακολουθησαν συγκινημένοι και παρακινημένοι από την τόλμη της, οι συμπατριώτες της κι οι τούρκοι, έκπληκτοι και φοβισμένοι υποχώρησαν. Χάρη σ΄ εκείνη, η Λήμνος δεν έπεσε και συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη. Σεπτέμβριο του 1570 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο. Μετά την άλωση της Λευκωσίας, 2.000 νέοι και νέες αρπάχθηκαν και επιβιβάσθηκαν στα πλοία, για να πωληθούν δούλοι. Ανάμεσά τους και μία νεαρή Ελληνίδα, η Μαρία η Συγκλητική, καθώς δεν ήθελε να υποφέρει την ατιμία, αποφάσισε να εκδικηθεί τον κατακτητή κι έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της γαλέρας όπου εκρατείτο. Η γαλέρα και δυο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα δίπλα της, ανατινάχθηκαν στον αέρα, τα πολύτιμα λάφυρα κατεστραμμένα, διασκορπίστηκαν στη θάλασσα και στον αέρα και η λεία της σκλαβιάς, έγινε παρανάλωμα της φωτιάς.
Ελισάβετ Βακαρέσκου-Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων, η «Πρωτομάνα των Φιλικών», από μεγάλη ρουμανική οικογένεια, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Υψηλάντη το 1789 κι έκανε μαζί του επτά παιδιά. Έμεινε χήρα το 1816. Από τους πέντε γιους της, οι τέσσερις έλαβαν μέρος στην ελληνική επανάσταση (ο πέμπτος ήταν τότε μόλις 15 ετών). Εξ αυτών, οι 3 πέρασαν πάνω από έξι χρόνια σε αυστριακές φυλακές για την δράση τους, ενώ ο τέταρτος, ο Δημήτριος Υψηλάντης συνέχισε καθ΄ όλη την επανάσταση να προσφέρει αγόγγυστα τις υπηρεσίες του μέχρι τον θάνατό του από φυματίωση το 1832. Ο αδελφός του Αλέξανδρος είχε πεθάνει νωρίτερα, τελείως άδοξα το 1828, λίγο μετά την αποφυλάκισή του. Για να συντηρεί τα παιδιά της που έδιναν τον ανιδιοτελή αγώνα για την ελευθερία των Ελλήνων, η Ελισάβετ ξόδεψε όλη την περιουσία της, πουλώντας μέχρι και το αρχοντικό της στο Κίεβο, στην προσπάθειά της να βρει τόσο υποστήριξη για την αποφυλάκιση των παιδιών της, όσο και για να στηρίξει τον αγώνα του Δημήτριου στην επαναστατημένη Ελλάδα. Πριν πεθάνει το 1866, δεν της είχε μείνει κανένα παιδί ζωντανό. Ήταν η πρώτη που χρηματοδότησε τον αγώνα, από την προετοιμασία του ακόμα. Στο αρχοντικό της, στις 16/2/1821 συγκεντρώθηκαν οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως. Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας ήταν τέτοια και τόση, που ο Αλέξανδρος συγκινημένος είπε στους άλλους εταίρους:
Μαριγώ Ζαραφοπούλα
Μεσούσης της Επανάστασης, παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου, ο οποίος σκοτώθηκε μαχόμενος, κι απόκτησε μαζί του δύο παιδιά.
Ευφροσύνη Νέγρη, εργάστηκε δυναμικά για τη διάδοση των ιδεών της Φιλικής Εταιρείας κι οπως λέει η συγγραφέας Παρρέν: « Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια* και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των»]. Μόσχω Τζαβέλα, γεννήθηκε το 1760 και αγωνίστηκε το 1792 εναντίον του Αλή Πασά, στη μάχη της Κιάφας, ως αρχηγός 400 Σουλιωτισσών. Όταν οι τουρκαλβανοί αποπειράθηκαν να αιχμαλωτίσουν τις Σουλιώτισσες, αυτές τους επιτέθηκαν και κατάφεραν να τους τρέψουν σε φυγή. Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά τραγούδια. Η Μόσχω μετά την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από κει στα Επτάνησα. Πέθανε το 1803.
Λένω Μπότσαρη
«Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
Χάιδω Σέχου, με το σπαθί στο χέρι και πρώτη στη μάχη, υπερασπίστηκε το Σούλι.
Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, μετά την ήττα του το 1792, δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειες να καταλάβει το Σούλι. Βλέποντας ωστόσο πως οι προσπάθειές του δεν είχαν αποτέλεσμα, πρότεινε να δωροδοκήσει τους Σουλιώτες να φύγουν. Κι εκείνοι απάντησαν: «Δεν απερνάει εδώ φλουρί,
Μετά την εκστρατεία του Αλή Πασά εναντίον του Σουλίου το 1803, η κατάσταση των Σουλιωτών έγινε αδιέξοδη. Παρότι οι μάχες διεξάγονταν με επιτυχία από τους Σουλιώτες, η πολιορκία στένευε τόσο,που αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Αλή Πασά και ν΄αφήσουν τις εστίες τους. Ο Φώτος Τζαβέλλας και η Χάιδω Σέχου πέρασαν στην Κέρκυρα. Κατά μία εκδοχή, η Χάιδω πολέμησε με το βαθμό του ταγματάρχη, μαζί με τον Φώτο, στη μάχη της Νάπολης το 1805 κατά του Ναπολέοντα.
Η Αλεφάντω, που κάτω από την – κατ’ ανάγκη – ανδρική της ενδυμασία έκρυβε μια ψυχή που αψηφούσε κάθε είδος κινδύνου και κακουχίας, μεταδίδοντας θάρρος στους άντρες πολιορκημένους. Χήρα η ίδια, συνελήφθη κατά την έξοδο του Μεσολογγίου μαζί με την μικρή της κόρη. Η δοξασμένη Παπαδιά Κουρκουμέλη
Μαργαρίτα Μπασδέκη, μια 20χρονη κοπέλα, που το 1878 έλαβε μέρος στη μάχη της Μακρινίτσας, η μορφή της επανάστασης του Πηλίου το 1878.
Βασιλική Τζαβέλα, γυναίκα του Κίτσου Τζαβέλα. Έζησε την πολιορκία του Μεσολογγίου και πήρε μέρος στις μάχες. Άοπλη βγήκε μαζί με τους άλλους και πολέμησε με νύχια και δόντια, με το πρωτότοκο παιδί της, το Δημητρό στον ώμο και έγκυος. Μέσα στην μάχη της έπεσε το παιδί νήπιο δέκα μηνών και το πιασαν οι Τούρκοι αιχμάλωτο, για να το ανταλλάξουν αργότερα έναντι σαράντα Τούρκων. Μετά την έξοδο η Βασιλική παντρεύτηκε τον Κίτσο στο Ναύπλιο. Τον ακολούθησε πιστά σε όλες τις μάχες και τις περιπέτειες του βίου του. Μετά τον θάνατο του συζύγου της η Βασιλική εγκαταστάθηκε σε μια χωριάτικη καλύβα στην Κηφισιά. Έζησε βίο εγκρατή, διαθέτοντας αφειδώς το υστέρημά της για την βοήθεια των φτωχών και των πεινασμένων. Ήταν μια από τις τελευταίες εκπροσώπους της μεγάλης εκείνης γενιάς των ηρωικών γυναικών της επανάστασης του 1821. Απεβίωσε στην Κηφισιά στις αρχές Απριλίου 1882. Δόμνα Βισβίζη(1783-1850)
Λιγότερο γνωστή θαλασσομάχος ηρωίδα, αφοσιωμένη στη Μεγάλη Ιδέα της Φιλικής Εταιρείας και μυημένη, έγινε καπετάνισσα και πολέμησε ηρωικά. Γεννήθηκε στην Αίνο της Θράκης, στην οικογένεια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα το 1783. Στα 25 της παντρεύτηκε τον Καπετάν Χατζή-Αντώνη Βισβίζη, που όπως γράφει ο Κ. Διαμαντής, ήταν ένας πολύ πλούσιος Φιλικός (παρότι δεν τον αναφέρει ο Ι. Φιλήμων, ούτε ο Σέκερης στον κατάλογο των Φιλικών, όπως δεν αναφέρονται και άλλοι Φιλικοί Θρακιώτες). Όταν στις 23 Μαρτίου 1821 ο Καπετάν Αντώνης Βισβίζης αρμάτωσε το καλύτερο από τα καράβια του, την «Καλομοίρα», ένα μπρίκι χτισμένο στην Οδησσό, με 14 κανόνια και με πλήρωμα 140 ναύτες και ξεκίνησε τον Αγώνα, η Δόμνα τον ακολούθησε. Πήρε μαζί της τα τέσσερα παιδιά της, τα οστά των προγόνων της, την εικόνα της Παναγίας και μια χούφτα χώμα από την Αίνο. Ήταν δίπλα του σε όλες τις ναυμαχίες, στη Σάμο, τη Λέσβο και τον Εύριπο, μέχρι τη στιγμή που ο Βισβίζης δολοφονήθηκε επάνω στο πλοίο του. Με το μπρίκι τους στήριξαν τον αγώνα του Εμμανουήλ Παππά στη Χαλκιδική, έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες του Άθω, της Λέσβου και της Σάμου και το 1822 ενίσχυσαν τις επιχειρήσεις στην Αγία Μαρίνα της Λαμίας, ανακόπτοντας την κάθοδο του Δράμαλη. Η Δόμνα γεννά μετά τον θάνατό του το πέμπτο παιδί τους και συνεχίζει μόνη της, ταγμένη στον αγώνα της απελευθέρωσης, διασχίζοντας τις ελληνικές θάλασσες και δίνοντας μάχες, πολιορκώντας την Εύβοια, καθηλώνοντας τα στρατεύματα του Ομέρ Πασά εκεί και εμποδίζοντας τη μεταφορά τους στη Στερεά Ελλάδα. Με το μπρίκι της ενίσχυε τους μαχόμενους στην Εύβοια και τη Στερεά, μεταφέροντας πολεμοφόδια και στρατεύματα, εφοδίαζε τους επαναστατημένους στη Σκιάθο και τα άλλα νησιά της περιοχής και βομβάρδισε το τουρκικό στρατόπεδο στα Βρυσάκια της Εύβοιας, εξασφαλίζοντας την επιτυχή απόβαση των Ελλήνων. Σε αυτήν τη μάχη τραυματίστηκε, ενώ λίγο έλειψε να χάσει το παιδί της, τον Θεμιστοκλή. Για τρία χρόνια αγωνιζόταν αψηφώντας κάθε κίνδυνο, ξοδεύοντας όλη της την περιουσία και ακούγοντας μόνο το «ελλείπουσιν οι πόροι». Οταν πια δε μπορούσε να χρηματοδοτήσει τις εκστρατείες της, παραχώρησε το πλοίο της στη διοίκηση, που το μετέτρεψε σε πυρπολικό κι αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, έχοντας ν΄ αντιμετωπίσει μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
«Πουλάκι πόθεν έρχεσαι; Πουλάκι αποκρίσου.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βεβαιώνει με έγγραφο του (Μάης 1822) πως η Δόμνα Βισβίζη έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο «δια της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός του θα διελύετο».
Μετά το τέλος του Αγώνα, της παραχωρήθηκε μία μικρή σύνταξη κι αρχικά εγκαταστάθηκε με τα πέντε ορφανά και ανήλικα παιδιά της στο Ναύπλιο. Εκεί συνεταιρίστηκε με έναν καλόγερο για να ανοίξει καφενείο, αλλά αυτός της έκλεψε τα χρήματα. Αργότερα βρέθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Στον λιμό του 1826 πεθαίνει και το ένα παιδί της. Η άλλοτε αρχόντισσα της Αίνου, μετά την απελευθέρωση της πατρίδας ζει με τα παιδιά της σε τραγικές συνθηκες, μα ευτυχώς κατορθώνει να στείλει τον γιο της Θεμιστοκλή Δημήτριο να σπουδάσει στο Παρίσι, όπου έστελνε η κυβέρνηση παιδιά αγωνιστών.Στο τέλος της ζωής της, μετά από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις, πίκρες και απογοητεύσεις, θα πεθάνει μακριά από τη γενέτειρα γη, πάμφτωχη και ξεχασμένη σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στον Πειραιά. Η ιστορία για πολλά χρόνια την άφησε αμνημόνευτη. Μόλις το 2005, η προτομή της τοποθετήθηκε δίπλα στους άλλους ήρωες της Επανάστασης στο Πεδίο του Άρεως.
Η μεγάλη Μπουμπουλίνα της θάλασσας!
Μαντώ Μαυρογένους, η ηρωίδα της Μυκόνου, πολέμησε και ανδραγάθησε στο νησί της, όπως και στην Εύβοια, στο Πήλιο και στη Φωκίδα. Είχε το βαθμό του Αντιστράτηγου, τεράστια διάκριση για την εποχή. Εάν δεν υπήρχαν οι μαρτυρίες των ξένων ιστορικών και φιλελλήνων, οι οποίοι είδαν και θαύμασαν τη γενναιοψυχία, τη φιλοπατρία και τη μοναδική αυταπάρνηση της εξαίσιας αυτής γυναίκας, τίποτα ίσως δεν θα γνωρίζαμε για τη Μαντώ Μαυρογένους. Οι Έλληνες ιστορικοί του περασμένου αιώνα την αγνόησαν.
Χαρίκλεια Δασκαλάκη
Η Κρητικιά ηρωίδα Ροδάνθη η Κριτσωτοπούλα Στα απίστευτα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν με τους Τούρκους κατακτητές της Κρήτης,την περίοδο 1817-1823,έπαιξε σημαντικό πρωτεύονται ρόλο η κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς "Ροδάνθη". Οι γονείς της κατασφάχθηκαν από τους Τούρκους και η Ροδάνθη αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να σκληρύνει τον χαρακτήρα της, πολέμησε με λύσσα την Τουρκιά. Οι αγώνες και τα κατορθώματά της για τη λευτεριά έγιναν τραγούδι και θρύλος.Η περιπετειώδης ζωή της συγκίνησε και θα συγκινεί σειρές γενεών.Είναι η ηρωική μορφή της γυναίκας που αρνήθηκε τις χαρές της ζωής και έγινε η σκληρή εκδικήτρια της τουρκικής τυρανίας στη Κρήτη. Δυστυχώς μερικές λεπτομέρειες δεν διασώθηκαν.Παράδοση μόνο με ζωηρές διηγήσεις αποθανάτισε το έργο της. Στο ποιητικό έργο του Διαλυνομιχάλη "Η Κριτσωτοπούλα" σκιαγραφείται η προσωπικότητά της και η δράση της. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κριτσά. Κόρη του πρωτόπαππα,παππού του Παπά Ιωάννη Γεωργίου Παγκάλου.Έμαθε γράμματα στο τότε κρυφό σχολείο της Παναγίας της Φανερωμένης. Από κορασοπούλα ασχολήθηκε με τη δουλειά του αργαλειού.Ύφαινε και ξεμπόλιαζε με δεξιοτεχνία και χάρη. Πολλές φορές την άκουγαν οι Κριτσώτες να χτυπά τα πέταλα του αργαλειού της και να γλυκοτραγουδά στα ρυθμικά του κτυπήματα. Όλοι οι περαστικοί μα προπαντός οι νέοι της εποχής ήταν ξετρελαμένοι μαζί της, την κρυφοκοίταζαν και κρυφακούανε το τραγούδι της. Και κείνη δόστου και τραγουδούσε. Ξεχνούσε ολότελα πως ήταν σκλάβα.Δεν ήθελε να αισθάνεται την ψυχή της καταπιεσμένη. Ύφαινε και τραγουδούσε,τραγουδούσε και ύφαινε.Ονειρα μόνο έπλασε για τον εαυτό της και τη σκλαβωμένη πατρίδα της. Ξημέρωσε μια μέρα, σαν τις άλλες και η Ροδάνθη συνέχιζε το έργο της.Τραγούδι και αργαλειό-αργαλειό και τραγούδι.Τό φερε όμως η ώρα η κακιά να περάσει από τη γειτονιά της ο Χουρσίτ Πασάς με τη συνοδεία του,άκουσε το γλυκόλαλο τραγούδι της και μαγεύτηκε.Κοντοστάθηκε και τέντωσε τ' αυτί του.Πλησίασε στο παραθύρι της κάμερας που ύφαινε,την αντίκρισε και σαϊτεύτηκε από την εκθαμβωτική της ομορφιά . Μέρες κατάστρωνε τα σχέδιά του για να την κλέψει. Μα πώς; Φοβότανε τα Κριτσώτικα παλικάρια και τον κύρη της. Επωφελούμενος μια μέρα από την απουσία του πατέρα της και των γενναίων παλικαριών της κωμόπολης που έλειπαν σε κάποια επιδρομή των Τούρκων,έστειλε Τούρκους να την αρπάξουνε δια της βίας από το σπίτι της. Τη μάνα της που χειροδίκησε μαζί τους για να την προστατέψει τη σφάξανε μπροστά στα μάθια της. Στη συνέχεια τη μεταφέρανε στο Χουμεριάκο για να τη δώσουνε σύζυγο στον αιμοβόρο αρχηγό των γενιτσάρων Χουρσίτ Πασά που διέμενε εκεί και στην περιοδεία στην Κριτσά την ερωτεύθηκε. Κατάφερε όμως η δραστήρια κι έξυπνη Κριτσωτοπούλα να ξελογιάσει τον Χουρσίτ,να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και προτού προλάβει να την ατιμώσει τον κατάσφαξε με το ίδιο του κοφτερό μαχαίρι. Φόρεσε έπειτα τη στολή του ,ζώστηκε τα άρματά του, ξεγέλασε τους φρουρούς της νύχτας και ξεκίνησε για τα Λασηθιώτικα βουνά. Πήγαινε αντάρτισσα. Στα Ζένια όταν πέρασε σταμάτησε για λίγο και ξεδίψασε. Έκοψε τις πλεξούδες της ,τις κρέμασε στην εικόνα της εκκλησίας των Ζενίων και έγραψε στον τοίχο με το κάρβουνο: "Ειν οί πλεξούδες πού χενε μια κορασοπούλα, Ροδάνθη τη βαπτίσανε κι είναι Κριτσωτοπούλα". Ντύθηκε ανδρικά ρούχα και πήγε στο αντάρτικο σώμα του Καπετάν Καζάνη,στο Λασίθι. Ο καπετάνιος την δέχθηκε,χωρίς ν΄αντιληφθεί ούτε κι αυτός ,ούτε κανένα από τα παλικάρια του πως ήτανε γυναίκα,η φόνισσα του Χουρσίτ πασά.συστήθηκε σαν Μανωλιό.Μα ο καπετάνιος επειδή δεν είχε γένια το αμούστακο παλικάρι το βάπτισε Σπανομανώλη. Έκανε πολλές ανδραγαθίες, εβοήθησε σε επικίνδυνες επιδρομές του σώματος του καπετάν Καζάνη κατά των Τούρκων και διακρίθηκε για την τόλμη ,το θάρρος της και απόκτησε τη φήμη ατρόμητου παλικαριού. Η Ροδάνθη έμεινε άγνωστη μέχρι το 1823.Ελαβε μέρος με τα άλλα παλικάρια της Κριτσάς στη διήμερη Μάχη της Κριτσάς εναντίον της επιδρομής των του Χασάν Πασα στη θέση "Κουτάραντο" -τοποθεσία πλησίον της αρχαίας πόλης "Λατώ η Ετέρα"-.Πολέμησε με γενναιότητα, αλλά τραυματίστηκε βαριά από τουρκικό βόλι και μεταφέρθηκε στην Κριτσά. Την στιγμή των ιατρικών περιποιήσεων έκπληκτοι αναγνώρισαν οι Κριτσώτες πως ο ηρωικός Σπανομανώλης, που ήταν πρώτος στις μάχες και επιδρομές κατά των Τούρκων, ήταν γυναίκα και μάλιστα η παπαδοπούλα και κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς, που είχαν σφάξει με τον πιο απάνθρωπο τρόπο οι Τούρκοι τη μάνα της. Την έκλαψε από καρδιάς όλη η κοινωνία της Κριτσάς και ντυμένη σα νυφούλα ενταφιάστηκε στον Πρόδρομο ( Νεκροταφείο της Κριτσάς). ~~~~~ Από το βιβλίο του Γεωργίου Ιωάννου Περάκη Διδασκάλου "Τα Ραντολόγια" (δημοσιεύτηκε επίσης στην εφημερίδα του Συλλόγου Κριτσωτών Αττικής "Κάστελλος" Κριτσώτικα Νέα στο Τεύχος 2 ( Ιούλιος - Αύγουστος 1994)
Ιστοσελίδες Διαλλινάς Μιχάλης Κριτσωτοπούλα: Τση Κρήτης Μέγας Δραματουργός
Η Κριτσωτοπούλα /Μιχαήλ Γ. Διαλινά.Εν Ηρακλείω :Εκ του Τυπογραφείου Σπ. Δ. Αλεξίου,1912.
Η ΚΡΙΤΣΩΤΟΠΟΥΛΑ-ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΡΤΣΑΚΗΣ Επίσημο βίντεο © 2021
Από: Πανορμίτης Σπανός https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1882824858569535&set=pb.100005261160362.-2207520000..&type=3
Ένδοξη καπετάνισσα κι η Παντελιά Κωνσταντάκη από τη Μαλάξα, που διέπρεψε στην επανάσταση του 1897. Η ηρωίδα Μανιάτισσα Κωνστάντια Ζαχαριά επί κεφαλής 250 παλληκαριών και λίγων γυναικών, αγωνίστηκε γενναία και ύψωσε στη Σπάρτη πρώτη τη σημαία της Επανάστασης δίνοντας το σύνθημα. Η Σπαρτιάτισσα Σάββαινα, στο Βαλτέτσι, που διέτρεχε όλο το στρατόπεδο, και πολεμούσε πλάι στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τους άλλους οπλαρχηγούς.
Η Καλλιρρόη Παρρέν γράφει στην «Εφημερίδα των Κυριών» της 25-3-1890: Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου. Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα.
Επί Καποδίστρια πάρα πολλοί αγωνιστές υπέβαλαν προς τη Συνέλευση αιτήσεις και ζητούσαν να ληφθεί και για αυτούς κάποια πρόνοια. Στη συνέλευση παρουσιάστηκε η ίδια η Σάβαινα «η ηρωική Μανιάτισσα που είχε ζωστεί όπλα και είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες». Στην αναφορά της μεταξύ των άλλων έγραφε: «Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…»
«Λάκαινά τις, Σταυριανή ονομαζομένη, εθελόπονος συστρατιώτης υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και μετ’ αυτού συναποκλεισθείσα εν Βαλτετσίω, μόνη ετόλμα συνεχώς εξέρχεσθαι από του ενός εις τον άλλον προμαχώνα και διένειμεν πυριτιδοβολάς, όπου η ανάγκη εκάλει, βαδίζουσα ως ανήρ και ομιλούσα ως στρατιώτης» γράφει απομνημονευματογράφος του «21». Ζαμπέτα Κολοκοτρώνη, πρωτοκαπετάνισσα και μάνα του Θόδωρου, παίρνει μέρος σε μάχες, εμψυχώνει άνδρες και γυναίκες και παρακινεί τα παιδιά της στον Αγώνα. Πολέμησε και στη Μάνη, στους πύργους της Καστάνιτσας. Υπήρξε σπουδαία σύζυγος και μητέρα, ο Θόδωρος της είχε απεριόριστο σεβασμό.
Η Ρουμελιώτισσα Ασήμω Γκούρα, ηρωίδα στη μεγάλη πολιορκία της Ακρόπολης των Αθήνων (1826-27), γυναίκα του Φρούραρχου Γκούρα. Η Γκούραινα της Ακρόπολης.
Εκατοντάδες πολέμησαν σκληρά στις διάφορες φάσεις της Εθνεγερσίας, στρατιώτες φλογεροί, Κρητικές, Πελοποννήσιες, Ψαριανές, Χιώτισσες, Σουλιώτισσες.
«Δεν τις βαραίνει ο πόλεμος», λέει ο Σολωμός,
Στον Αγώνα, η Ελληνίδα δεν υστέρησε σε τίποτα. Παρά το απρόσφορο κοινωνικό περιβάλλον, ξεπέρασε τη θέση που της επεφύλασσε η εποχή της, τον παραδοσιακό της ρόλο, την ως τότε κοινωνική πραγματικότητα κι ανέλαβε το νέο ρόλο που της επέβαλλε η εθνική της συνείδηση, η υπερηφάνεια της και η πίστη στα μεγάλα ιδανικά.
Όπως έγραψε ο Γάλλος ιστορικός Blancard: «Στις Ελληνιδες οφείλεται ιδιαίτερη προσοχή και εκτίμηση… Κατά τον ιερό αγώνα της Ανεξαρτησίας,ατρόμητες όπως οι άνδρες, ρίχτηκαν στην πάλη, χωρίς καν ν’ αποβλέψουν όπως εκείνοι, στη δόξα. Ζήτησαν την αμοιβή τους στις ταλαιπωρίες, με την πεποίθηση πως θυσιάζονται για ό,τι είχαν προσφιλές. Ο Μιαούλης, ο Καραϊσκάκης, ο Κανάρης και τόσοι άλλοι ήρωες του ένδοξου αγώνα είχαν εφάμιλλες τη Μόσχω, τη Δέσπω, την Μπουμπουλίνα, την Κωνστάντια Ζαχαρία, τη Μαντώ Μαυρογένους. Οι γενναίες αυτές γυναίκες αγωνίσθηκαν με ανδρεία και ηρωισμό για την πατρίδα τους και έλαβαν το στεφάνι της δόξας ή τη δάφνη του μαρτυρίου και τον ένδοξο θάνατο». «Διαμάντω» του ομώνυμου κλέφτικου τραγουδιού: «Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
Παροιμιώδης είναι η συμπεριφορά των Σουλιωτισσών, που μοιράζονταν τα ίδια χαρίσματα με τους άνδρες συμπατριώτες τους.
«Δεν είν' εδώ το Χόρμοβο,
Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων του 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση.
«Στη στεργιά δεν ζει το ψάρι
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το Δεκέμβριο του 1803,όταν η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο για να μην παραδοθούν στον εχθρό;
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, η Δέσπω Σέχου-Μπότση, η Δέσπω Φώτου Τζαβέλα, η Ελένη Μπότσαρη, η Χρυσούλα Μπότσαρη και οι κόρες της Βασιλική και Αικατερίνη, αλλά και πολλές άλλες, τίμησαν την πατρίδα με την ηρωική στάση τους στις κρίσιμες για το Σούλι εποχές του διωγμού του Αλή πασά, αλλά και στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης.
«Κοπέλες απ' τα Γιάννινα, νυφάδες απ' το Σούλι
Στη διάρκεια της Επανάστασης, οι γυναίκες ως άμαχος πληθυσμός γίνονται θύματα της θηριωδίας του κατακτητή και υφίστανται την εκδικητική μανία του. Ύστερα από κάθε καταστροφή ακολουθούν φοβερές λεηλασίες και αιχμαλωσίες.
Μοίρα σκληρή, που τη μοιράστηκαν τα γυναικόπαιδα όλης της Ελλάδας. Της Μακεδονίας, της Κρήτης, των Κυδωνιών, της Κάσου, των Ψαρών. Ανάμεσα στις Ψαριανές που κατάφεραν να σωθούν από το κύμα της τουρκικής θηριωδίας και μανίας ήταν η Δέσποινα Μανιάτη – Κανάρη, η αγαπημένη σύζυγος του πυρπολητή Κωνσταντή Κανάρη. Καθώς γνώριζε πολύ καλό κολύμπι, έπεσε στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά της, ώσπου επιβιβάστηκε σε πλοίο και κατέφυγε με την οικογένειά της στην Αίγινα. Η Δέσποινα Κανάρη, πολύτιμη σύντροφος και συμπαραστάτης του γενναίου άντρα της, ήταν από τις ευγενικές γυναικείες φυσιογνωμίες του Εικοσιένα, που η παρουσία της πάντοτε είλκυε την προσοχή και το θαυμασμό των ξένων περιηγητών που επισκέπτονταν τότε την επαναστατημένη Ελλάδα.
Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν και οι Μεσολογγίτισσες «ελεύθερες πολιορκημένες», οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας του βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα, στη μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, στην περίθαλψη των ασθενών και τραυματιών. Όταν αποφασίζεται η ηρωική έξοδος (10 Απριλίου 1826) μετά το φοβερό λιμό, ακολουθούν πολλές γυναίκες με αντρική ενδυμασία, κρατώντας από το ένα χέρι το σπαθί και από το άλλο το μωρό τους, ενώ οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά . Αυτές οι γυναίκες είχαν την ίδια φρικτή τύχη όπως και οι άνδρες της Εξόδου κατά τη γνωστή φοβερή σύγχυση που επικράτησε, και όσες κατάφεραν να γυρίσουν στην πόλη αυτοκτόνησαν, σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Αυτή η περιορισμένη γυναίκα λοιπόν με την ελεγχομένη ζωή, έδωσε δείγματα μεγαλείου και επαναστατικής ετοιμότητας.
Η προσφορά της Ελληνίδας στον Αγώνα του 1821-1829 για την ανεξαρτησία είναι μεγάλη και πολλαπλή. Η δράση της, οι ηρωικές της πράξεις, αποκαλύπτουν έναν κόσμο αξιών, ιδανικών και αλτρουισμού που κανείς δεν φανταζόταν ότι έκρυβε μέσα της.
Είναι η ίδια γραμμή αίματος που ξεκινά από την αρχαιότητα, γεφυρώνεται με το 1821, περνά στα αλβανικά βουνά το 1940, και φτάνει ζωντανή κι ολοκόκκινη ως τις μέρες μας. Κληρονομιά του κεφαλομάντηλου που γίνηκε σημαία και μπαϊράκι όταν χρειάστηκε και θα γίνει και πάλι αν χρειαστεί.
|