(Κάνοντας δεξί κλικ πάνω σε οποιαδήποτε φωτογραφία, μπορείτε να την ανοίξετε σε νέο tab και να την δείτε σε φυσικό μέγεθος) |
![]() |
![]() |
Σημαίες και Λάβαρα του Αγώνα Η ιστορία της ελληνικής σημαίας αρχίζει από τους χρόνους της ΄Αλωσης.
Οι Έλληνες δεν περίμεναν 400 χρόνια.
Οι εξεγέρσεις τους: 1457 - 1472: Εξέγερση στη Μάνη το 1457 από τον Βησσαρίωνα
ΠΡΙΝ ΤΟ ΄21 Σ΄ όλες αυτές τις επαναστατικές κινήσεις, που μικρές και μεγαλύτερες, φτάνουν τις 123, υψωνόταν κι από μία σημαία, που συνήθως ήταν ένα αυτοσχέδιο δημιούργημα επινόησης του εκάστοτε αρχηγού. Όλες όμως είχαν κοινά χαρακτηριστικά και κύριο γνώρισμα το σταυρό. Το λαϊκό αίσθημα συνέδεε το έθνος και την ελευθερία, με τη θρησκεία και το σταυρό.
Οι πρώτοι που παρουσιάζονται με σημαίες στα χρόνια της δουλείας είναι οι Σπαχήδες της Ηπείρου. Στους χριστιανούς αυτούς στρατιώτες - ιππείς, που είχαν συνθηκολογήσει κατά την κατάκτηση, είχαν παραχωρηθεί προνόμια από τους Τούρκους, με την απαράβατη όμως υποχρέωση να εκστρατεύουν όταν ο Σουλτάνος τούς καλούσε.
Οι Σπαχήδες συγκεντρώνονταν στα Γιάννενα με τις χριστιανικές τους σημαίες, που έφεραν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και έφθαναν έως την Πίνδο, όπου στρατολογούσαν. Όταν όμως υπερέβαιναν τα όρια της περιοχής, δίπλωναν τις σημαίες τους κι ακολουθούσαν τις οθωμανικές. Την εποχή, ωστόσο, του σουλτάνου Μουράτ Δ' αποφασίστηκε ο εξισλαμισμός των ελλήνων σπαχήδων. Στα χρόνια που ακολούθησαν, άλλοι εξισλαμίστηκαν κι έχασαν τις σημαίες τους, άλλοι εξοντώθηκαν κι άλλοι κατέφυγαν στις βενετσιάνικες κτήσεις και τα νησιά.
Κατά την Τουρκοκρατία, αναπτύχθηκε ο αρματολισμός. Αρματολοί και κλέφτες είχαν τις σημαίες τους, τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια. Η λέξη Μπαϊράκι προέρχεται από την τουρκική (bayrak), κι αυτή εκ παραφθοράς από την περσική: Μπαϊράκ (= Σημαία), που σημαίνει μικρό λάβαρο, ή σημαία μικρή, εξ ου και Μπαϊρακτάρης (= ο Σημαιοφόρος), και αυτό εκ παραφθοράς του μπαργιάκ + νταρ (σημαία + ο φέρων). Μπαϊράκια κατά την περίοδο της Εθνεγερσίας, καλούνταν οι ειδικοί στρατιωτικοί επισείοντες που χρησιμοποιήθηκαν από τα αντάρτικα σώματα, κυρίως ως διακριτικό ομάδων της κλεφτουριάς, αλλά και στα αρματολίκια.
Το λάβαρο πάλι, ήταν κομμάτι υφάσματος κρεμασμένο σε ιστό που έφερε παραστάσεις και εμβλήματα ή πανί με περίτεχνη διακόσμηση που περιφερόταν σε θρησκευτικές πομπές. Το πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο, το ιστορικό ιερό Λάβαρο της Αγίας Λαύρας, συνδεδεμένο με την κήρυξη της Επαναστάσεως στη Μονή της, κατά την 21η Μαρτίου έτους 1821, με το νέο ημερολόγιο ή την 8η με το παλιό. Φυλάσσεται στην Άγια Λαύρα ως μεγίστης αξίας εθνικο-θρησκευτικό κειμήλιο και ως πολύτιμος θησαυρός μοναδικής σπουδαιότητας και σημασίας.
Το ιερό Λάβαρο έφθασε στη Μονή κατά τα έτη της Ηγουμενίας του Αρχιμανδρίτου Τιμόθεου Βερίτη, ο οποίος έγινε Ηγούμενος και έλαβε την Ηγουμενική ράβδο κατά το έτος 1735 μ.Χ.
Το Λάβαρο των Μακεδόνων στη Μάχη της Ρεντίνας το 1821.
Πολλές φορές τα φλάμπουρα, αλλά και τα μπαϊράκια, είχαν παραστάσεις με το Χριστό, την Παναγία ή έναν άγιο, πολύ συχνά τον Άγιο Γεώργιο. Ο μαύρος αετός με την κορώνα ή ο δικέφαλος στόλιζαν τα μπαϊράκια μόνο. Δεν έλειπε όμως ποτέ ο σταυρός, το κύριο γνώρισμα της κλέφτικης σημαίας. Ο τύπος της σημαίας με τον αετό και το σταυρό φαίνεται να κυριάρχησε στη Ρούμελη -η Ρούμελη περιελάμβανε όλο τον κορμό της Ελληνικής Χερσονήσου- ενώ στο Μοριά, οι σημαίες έφεραν συνήθως τον Άγιο Γεώργιο ή άλλον άγιο και το Σταυρό με το «Τούτω Νίκα» ή το «Ιησούς Χριστός Νικά» κεντημένα ή ζωγραφισμένα πάνω σε λευκό πανί. Τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια φέρονταν όπως οι σημερινές σημαίες πάνω σε κοντάρι με σιδερένιο σταυρό στην κορυφή (επίστεψη) που απέληγε σε λόγχη, ώστε η σημαία να χρησιμοποιείται και ως όπλο.
Το κάτω μέρος του κοντού ήταν οξύ (σαυρωτήρ - στύραξ - ουρίαχος), για να μπήγεται εύκολα στο χώμα και να κυματίζει η σημαία.
Αλλά κι ο σταυραετός -ο αετός με το σταυρό, γίνεται γνώρισμα των Αρματολών της Ρούμελης, όπως η δαφνοστεφανωμένη σημαία του Λάμπρου Τσεκούρα, Αρματολού των Σαλώνων και της Λιάκουρας (του Παρνασσού)
Παράλληλα, στις διάφορες επαναστατικές εξεγέρσεις υψώνονται σημαίες με παραστάσεις τοπικών αγίων: στην Κρήτη, σημαία κόκκινη με τον Άγιο Τίτο, στη Χιμάρα άσπρη με τους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ, στη Λευκάδα λευκή με κόκκινο σταυρό, τον Άγιο Τιμόθεο και την Αγία Μαύρα. Η σημαία της Πάργας ήταν κόκκινη με χρυσοκέντητη Παναγιά βρεφοκρατούσα.
Κατά την επανάσταση του Μοριά το 1769 αλλά και γενικότερα στην Πελοπόννησο, επικρατούν οι παραστάσεις με τον Άγιο Γεώργιο ή με το σταυρό και το «Ιησούς Χριστός Νικά», μονόχρωμες σημαίες με το σταυρό, λευκές ή γαλάζιες .
Οι Μαυρομιχαλαίοι υψώνουν στη Μάνη σημαία άσπρη με γαλάζιο σταυρό. Οι Κολοκοτρωναίοι, με τα χρυσά τα φλάμπουρα, τις ασημένιες σάλες, είχαν κι αυτοί σταυρό στις σημαίες τους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά το 1806, είχε σημαία με το σταυρό του Αγίου Ανδρέα και οι Μανιάτες πρόσθεσαν σ' αυτήν διάφορες επιγραφές όπως το «Ελευθερία ή Θάνατος» το «Ιησούς Χριστός Νικά» κ.α.
Ο Σταθάς, Αρματολός του Ολύμπου, ύστερα από τους αγώνες με τον Αλή Πασά και την καταστροφή των αρματολικίων, μαζί με το Νικοτσάρα και άλλους 70, εξόπλισαν ελαφρά πλοιάρια και κυριάρχησαν στο Βόρειο Αιγαίο, με ορμητήριο τη Σκιάθο. Η σημαία του ήταν γαλάζια με λευκό σταυρό.
Τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, είχε αναπτυχθεί ένα ακμαίο εμπορικό ναυτικό στα νησιά. Από το 1774, ύστερα από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η ρωσσική σημαία κάλυπτε και προστάτευε τα ελληνικά πλοία. Όμως η Πύλη, για να μη χάσει από τα χέρια της τον εμπορικό στόλο, παραχώρησε προνόμια και σημαία -την γραικοτουρκική (raya) στους Έλληνες ναυτικούς, που δεν δέχονταν να φέρουν την τουρκική. Η σημαία αυτή έφερε τρεις οριζόντιες ζώνες, μία κυανή στο μέσο και δύο ερυθρές επάνω και κάτω. Αναγκαστικά, δεν έφερε σταυρό.
Ο Λάμπρος Κατσώνης, κοντά στη ρωσσική σημαία είχε και τη δική του, άσπρη με το γαλάζιο σταυρό και την παράσταση του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης με το «Εν τούτω νίκα». Κι αργότερα, όταν η Μεγάλη Αικατερίνη έκλεισε ειρήνη με τους Τούρκους (1792), αυτός ύψωσε και άλλη σημαία αυτοσχέδια, με την επιγραφή «Λάμπρος Κατσώνης -Πρίγκηψ της Μάνης- Ελευθερωτής της Ελλάδος». Ο Λάμπρος Κατσώνης στην «φανέρωσή» του προς την Μεγάλη Αικατερίνη μεταξύ άλλων γράφει «Οι 'Έλληνες οι δια του ιδίου αυτών αίματος καταχρωματίσαντες τας ρωσσικάς σημαίας, θέλουν εξακολουθήσει τον κατά των Τούρκων πόλεμον μέχρις ότου λάβουν τα δίκαια όπου τους ανήκουν».
Στα Επτάνησα το 1800, για τη σημαία της Ιονίου Πολιτείας, αρχικά έγινε πρόταση να φέρει τον Φοίνικα, αλλά προτιμήθηκε η γαλάζια σημαία με τον φτερωτό Λέοντα του Αγίου Μάρκου που με το πόδι κρατάει το ευαγγέλιο ανοικτό και τις επτά λόγχες, σύμβολο των επτά νησιών. Κατά τη Βενετική κυριαρχία, η σημαία ήταν λευκή, με τον φτερωτό Λέοντα του Αγίου Μάρκου. Μια τέτοια σημαία από τη Ζάκυνθο σώζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Με την κήρυξη της Επαναστάσεως κι όλον το πρώτο χρόνο της Ελευθερίας, τα διάφορα σώματα έφεραν το καθένα τη δική του σημαία. Δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση και δεν ήταν συνεπώς δυνατόν να επικρατήσει ευθύς εξ αρχής ένας τύπος σημαίας.
Aλλες σημαίες έφεραν τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας ή την Αθηνά, άλλες τον Φοίνικα του Υψηλάντη κι άλλες αυτοσχέδιες ακολουθούσαν την παλιά αρματολική παράδοση, με τα μπαϊράκια τα πολεμικά, με το σταυρό και τους αγίους ή με τον αητό και το σταυρό, σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Όλες όμως ανεξαιρέτως οι σημαίες είχαν Σταυρό και οι λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος» κυριαρχούσαν.
Η σημαία που πρότεινε ο Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής (1757-1798) ως σημαία της «Ελληνικής Δημοκρατίας», απεικονίζει το ρόπαλο του Ηρακλή με τρεις σταυρούς επάνω. Είναι τρίχρωμη, με μαύρο χρώμα στη βάση, που συμβολίζει τον υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατο, με λευκό χρώμα στην μέση, που συμβολίζει την αθωότητα και με κόκκινο στην κορυφή, που συμβολίζει την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού ή κατ' άλλους την αυτοκρατορική πορφύρα, την οποία και χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας ως ένδυμα πολέμου, το οποίο και έχει την ιδιότητα να καλύπτει το αίμα που τρέχει από τις πληγές.
Έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εγερθεί μία σημαία με σταυρό για να επισημοποιηθεί ο υπέρ της ελευθερίας πόθος, η κατάλυση της δεσποτικής τυραννίας και η ανάσταση του Γένους. Εκτός από το «Ελευθερία ή Θάνατος», χρησιμοποιήθηκε και το «Ιησούς Χριστός Νικά», το «Εν τούτω νίκα» το «Μεθ' ημών ο Θεός», αλλά και το «Ή ταν ή επί τας» της αρχαίας Σπάρτης. Ακόμα το «Εκ της στάκτης μου αναγεννώμαι» και δεν έλειπε βέβαια το «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδας».
Όταν ένα σώμα δεν είχε προκατασκευασμένη σημαία, προέβαινε στην κατασκευή μιας αυτοσχέδιας, από απλό πανί. Ακόμα και τα τσεμπέρια των γυναικών, γίνονταν σημαίες.
Όλοι τους υποδέχτηκαν με την ευχή «Και στην Πόλη να δώσει ο Θεός!».
Στη Μάνη, οι Μαυρομιχαλαίοι σήκωσαν τη σημαία του σταυρού και ενώθηκαν με τον Τζανετάκη-Γρηγοράκη στην Ανατολική Λακωνία. Η σημαία του Γρηγοράκη που φέρει έντονα τα Φιλικά σύμβολα, με αλληγορικές παραστάσεις και επιγραφές «Ελευθερία ή Θάνατος», «Εν τούτω νίκα», «Ο Θεός μεθ' ημών» σώζεται επίσης στο Μουσείο. Αυτή η σημαία χρησιμοποιήθηκε κατά την πολιορκία και την άλωση της Μονεμβασίας το 1821.
Στις 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με τον Κολοκοτρώνη, τον Αναγνωσταρά, και άλλους, με δύο χιλιάδες οπλοφόρους μπήκαν στην Καλαμάτα, όπου έγιναν δεκτοί μ' ενθουσιασμό. Τελέστηκε δοξολογία, έγινε δέηση για τη σωτηρία της πατρίδας και ευλογήθηκαν οι σημαίες του σταυρού, στις οποίες ορκίστηκαν οι πάντες. Ο Πετρόμπεης, όχι πια ως ηγεμόνας δούλος, αλλά ως Αρχιστράτηγος των Ελλήνων με τη σημαία του Σταυρού και της Ορθοδοξίας, απηύθυνε από το Σπαρτιατικό Στρατόπεδο την προκήρυξη της Μεσσηνιακής Γερουσίας προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές στις 25 Μαρτίου 1821.
Ο Κολοκοτρώνης, που διατηρούσε την αρματολική παράδοση, χρησιμοποίησε αυτοσχέδιες σημαίες τις πρώτες ημέρες της Επαναστάσεως. Έφερε δύο σημαίες, λέει ο Φιλήμων, για τα δύο σώματα που τον ακολουθούσαν, των Μαυρομιχαλαίων και των Τρουπάκηδων «ας εσχημάτισεν προχείρως από κοινού ιστού (= από συνηθισμένο πανί), μόνον σημειώσας επί τούτων έμβλημα, τον Σταυρόν». Η προτροπή του Κολοκοτρώνη και του Δικαίου προς τους Καλαματιανούς «Η ώρα έφθασε! Το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν», στις 25 Μαρτίου και το προς τους Τριφυλίους «Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον του εχθρού της πίστεως και της πατρίδος», είναι πολύ χαρακτηριστικά.
Αλλά και τις παραμονές της μάχης στο Βαλτέτσι (8 Μαΐου), όταν οι Έλληνες δίσταζαν να αντιπαραταχθούν στους Τούρκους, ο Κολοκοτρώνης σε γράμμα του προς τους αρχιερείς και τους γενναίους αδελφούς στα Βέρβενα γράφει: «Το να μη έχωμεν μπαϊράκια καλόν είναι, πλην το να μη σηκωθούν διόλου (εννοεί πολεμικές σημαίες) δεν είναι καλόν. Εις τον τόσον των μπαϊρακίων μας να βάλετε μίαν φιάμουλαν, χωρίς σταυρόν, πανί σκέτον πλάτους μιάμιση σπιθαμή και μάκρος όσον ανήκει, χωρίς να σηκώσετε τους σιδερένιους σταυρούς και τα μπαϊράκια ας φυλαχτούν δι' άλλην περίστασιν».
Θα άξιζε μια ιδιαίτερη αναφορά στους Τσάκωνες. Πρόκειται για μια πληθυσμιακή ομάδα με ξεχωριστή διάλεκτο, εγκατεστημένη στην ανατολική Πελοπόννησο, στην επαρχία Κυνουρίας. Σύμφωνα με το χρονικό της Μονεμβασίας, οι Τσάκωνες προέρχονταν από πληθυσμούς της Λακωνίας που κατέφυγαν στα ορεινά του Πάρνωνα κατά τη διάρκεια των Αβαρο-Σλαβικών επιδρομών στην Πελοπόννησο στα τέλη του 6ου αιώνα κι η προέλευση του «Τσάκωνες» προερχεται από παραφθορά του Λάκωνες. Έδρα της ορεινής τους κοινότητας έγινε ο Πραστός, ενώ το πρώτο χωριό των Τσακώνων για το οποίο εμφανίζονται αναφορές στα τέλη του 13ου αιώνα είναι η Καστάνιτσα. Οι Τσάκωνες ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι και χτίστες. Ως χτίστες μάλιστα απέκτησαν μεγάλη φήμη και έγιναν περιζήτητοι ακόμα και μακριά από τον τόπο τους. Έδωσαν το παρόν στην επανάσταση του 1821, κατά τη διάρκεια της οποίας κάηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ η πρωτεύουσά τους, ο Πραστός, το 1826. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας πολλοί Τσάκωνες μετακινήθηκαν στις κοντινές παραθαλάσσιες περιοχές με αποτέλεσμα νέα πρωτεύουσά τους να γίνει το Λεωνίδιο. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας τα Τσακωνοχώρια μοιράστηκαν αρχικά μεταξύ των δήμων Λιμναίων, Βρασιών και Σιταίνης ενώ μετά το 1840 μεταξύ των δήμων Λιμναίων (που είχε έδρα το Λεωνίδιο) και Βρασιών (που είχε έδρα τον Πραστό).
«Μεγάλην ενεποίησαν τοις συλλογιζομένοις των Τούρκων εντύπωση και απορίαν τα επί των ελληνικών σημαιών κεφαλαιώδη γράμματα ΙΧ.ΝΚ., το σύμβολον του Φοίνικος και αι επιγραφαί «εκ της στάκτης μου αναγεννώμαι» «Ή Ελευθερία ή Θάνατος» γράφει ο Φιλήμων.
Στη Θετταλομαγνησία και το Πήλιο επαναστάτησε ο Άνθιμος Γαζής με τους εντοπίους οπλαρχηγούς, τον Βασδέκη, το Γαρέφη και άλλους και ύψωσε την σημαία της ελευθερίας. Η σημαία αυτή ήταν λευκή με κόκκινο σταυρό και με τέσσερις μικρότερους σταυρούς στα λευκά τετράγωνα της σημαίας.
Η Δυτική Ελλάδα άργησε να ξεσηκωθεί. Υπήρχε όμως βορειότερα το προπύργιο του Σουλίου και συνεχιζόταν ο αγώνας των στρατευμάτων του Χουρσίτ με τον Αλή Πασά στα Γιάννενα. Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε σημαία ολόλευκη με σταυρό πλαισιωμένο από δάφνη.
Στην Αθήνα οι Τούρκοι βλέποντας την εξέγερση να γενικεύεται, εγκατέλειψαν την πόλη και κλείστηκαν στο Κάστρο (την Ακρόπολη). Ένοπλοι από τα περίχωρα εισπήδησαν το χαμηλό περιτείχισμα και σκόρπισαν στην πόλη πυροβολώντας και φωνάζοντας «Χριστός Ανέστη – Ελευθερία!».
Στη Μακεδονία η βαρβαρότητα των Τούρκων, αλλά και η παρουσία ισχυρών δυνάμεων στρατού παρεμπόδιζαν την επανάσταση. Παρά ταύτα ο Εμμανουήλ Παπάς από τις Σέρρες, μυημένος στη Φιλική, με οδηγίες του Αλεξ. Υψηλάντη και της Εφορείας της Κωνσταντινουπόλεως ,είχε φροντίσει να προμηθευτεί όπλα και πολεμοφόδια και με το πλοίο του Χατζή Βισβίζη από την Αίνο της Θράκης και τη Λήμνο, έφθασε στις 23 Μαρτίου στον Άθω. Οι κάτοικοι της Χαλκιδικής ξεσηκώθηκαν και η σημαία του Σταυρού με το Φοίνικα στήθηκε στην Κασσάνδρα και τα Μαδεμοχώρια.
Αργότερα, κατά την επανάσταση της Νάουσας το 1822, υψώθηκε σημαία Ελληνική με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» από τη μία πλευρά και το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» από την άλλη.
Όσον αφορά στην Κύπρο, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθήνας διασώζεται η σημαία του Κυπριακού σώματος που συμμετείχε στον Αγώνα. Είναι λευκή με γαλάζιο σταυρό και φέρει την επιγραφή «Σημαία Ελληνική Πατρίς Κύπρου». Μία σημαία που συγκινεί.
Παρόμοια σημαία είναι και των εθελοντών από τη Μακεδονία, με την επιγραφή «Σημαία Ελληνική - Νικόλα Τσάμης», και άλλη με την Αθηνά πρόμαχο εντός κλάδων ελαίας στο κέντρο του σταυρού.
Η άγνωστη Πολεμική Σημαία της Κρήτης στην Επανάσταση του 1821. Τη θρυλική σημαία της Επανάστασης στην Κρήτη το 1821, που δεν είχε αποτυπωθεί ή φωτογραφηθεί ποτέ μέχρι σήμερα, είχε την τιμή και το προνόμιο να αποκαλύψει η εφημερίδα «δημοκρατία».
Το ιερό πολεμικό λάβαρο της Κρήτης βρισκόταν τα τελευταία 191 χρόνια στη Σύρο, όπου μεταφέρθηκε από τον πρόεδρο της Καγκελαρίας Σφακίων Χατζή Ανδρέα Κριαρά το 1830, μετά το άδοξο τέλος της Κρητικής Επανάστασης, που επιφύλαξε η υπογραφή του πρωτοκόλλου του Λονδίνου. Έκτοτε βρισκόταν κλειδαμπαρωμένη στην οικία της οικογένειας στο κυκλαδονήσι και δεν εκτέθηκε ποτέ σε δημόσια θέα, τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα. Μέχρι σήμερα κανείς δεν την έχει δει, ούτε περιγράψει.
Τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες για το περιεχόμενο της σημαίας, αλλά, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες ιστορικών και τοπικών παραγόντων της Κρήτης και κυρίως των Σφακίων, από όπου άρχισε η επανάσταση στο νησί, το λάβαρο παρέμεινε «σφραγισμένο». Πολλοί έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν ακόμα και την ύπαρξή της, καθώς δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τους λόγους που παρέμενε στο σκοτάδι. Οσο πέρναγε ο καιρός όλο και περισσότεροι υποστήριζαν ότι κάτι άλλο βρισκόταν στο κουτί και όχι το ιερό λάβαρο.
Τελευταία φορά η (σφραγισμένη) σημαία είχε εκτεθεί δημόσια στις 23 Απριλίου του 2018, όταν, σε μια λαμπρή εκδήλωση που οργανώθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Σύρου, τον δήμο και τον τοπικό σύλλογο Κρητών, υπό τον Αδαμάντιο Τζιράκη, πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των οστών του Χατζή Ανδρέα Κριαρά. Εκείνη την ημέρα η σημαία τοποθετήθηκε από τον τότε δήμαρχο Σφακίων Γιάννη Ζερβό σε μια ξύλινη προθήκη με γυάλινο τζάμι, που δώρισε ο Σύλλογος Κρητών Σύρου στον τότε «φύλακα» της σημαίας Ανδρέα Κριαρά για τον σκοπό. Ομως η σημαία δεν βγήκε ούτε στιγμή από το κουτί και κανείς δεν μπορούσε να εικάσει τι απεικονίζει.
Οποιος αντίκρισε τη διπλωμένη σημαία κάτω από το τζάμι, κατανόησε γιατί παρέμεινε τόσο καιρό στο σκοτάδι: φτιαγμένη με πολύ λεπτό ύφασμα, είχε εκτεταμένες φθορές και μεγάλες τρύπες. Κάπου στις αρχές του 2019 ο Ανδρέας Κριαράς έφυγε από τη ζωή και η σημαία πέρασε στα χέρια του γιου του.
Ο σημερινός «φύλακας» της σημαίας Γιώργος Κριαράς έλαβε τη γενναία απόφαση να την επιστρέψει στη Μεγαλόνησο, δωρίζοντάς την στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Παράλληλα, ανταποκρίθηκε στο αίτημα της εφημερίδας μας για φωτογράφιση και ανάδειξή της. Αποτελεί μέγιστη τιμή για τη «δημοκρατία» και για όλους εμάς το γεγονός ότι αντικρίσαμε πρώτοι το ιερό λάβαρο και μας δόθηκε το προνόμιο να το ανασύρουμε από τη λήθη...
Ο Γιώργος Κριαράς μετέφερε στα γραφεία μας την πολεμική σημαία της Κρήτης μέσα στην ειδική θήκη όπου φυλάσσεται από το 2018. Γνωρίζοντας πόσο εύθραυστη είναι και προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι δεν θα προκληθεί περαιτέρω φθορά, καλέσαμε τη συντηρήτρια υφάσματος Μαρία Ρέτσα να ξεδιπλώσει τη σημαία, εφόσον το επιτρέπει η κατάστασή της, λαμβάνοντας όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα προφύλαξης.
Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν φορτισμένες συγκινησιακά και γεμάτες αγωνία. Συγκλονιστικές! Με αργές λεπτεπίλεπτες κινήσεις η κυρία Ρέτσα αποκάλυψε σε ανθρώπινα μάτια το πολεμικό λάβαρο της Κρήτης για πρώτη φορά έπειτα από (ποιος ξέρει πόσες) δεκαετίες!
Η σημαία που αντικρίσαμε έχει διαστάσεις 1 επί 1 μέτρο και εμφανίζει μεγάλες ομοιότητες με πολλά προεπαναστατικά λάβαρα στην Ελλάδα, ενώ έχει εξαιρετική ομοιότητα με την πολεμική σημαία της Μάνης. Είναι ξεκάθαρο ότι οι επαναστάτες της Κρήτης ήταν σε στενή επαφή με την κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο: είχαν συντονίσει τις ενέργειές τους και είχαν συμφωνήσει σε κοινά λάβαρα.
Η σημαία είναι κατασκευασμένη από λευκό βαμβακερό πανί που έχει ραμμένο και στις δύο όψεις του γαλάζιους σταυρούς. Φαίνεται ότι κατασκευάστηκε εσπευσμένα, καθώς τα υλικά της είναι καθημερινής χρήσης και οι κεντιές ανομοιόμορφες και βιαστικές. Από τη στιγμή που δόθηκε η εντολή, απαιτήθηκε ελάχιστος χρόνος για να ολοκληρωθεί. Προφανώς οι επαναστάτες φρόντισαν να κατασκευάσουν πολλά τέτοια λάβαρα για να εφοδιάσουν όλα τα πολεμικά τους τμήματα. Τελικά, όμως, διασώθηκε μόνον αυτή.
Αναλύοντας τα πρώτα της συμπεράσματα από τη μελέτη της σημαίας η Μαρία Ρέτσα, συντηρήτρια υφάσματος, μας είπε:
«Η εν λόγω σημαία ανήκει στον τύπο της λευκής με τον κυανό σταυρό στο κέντρο της, που εμφανίζεται και στη Μάνη, την περίοδο της Επανάστασης. Αποτελείται από τεμάχια βαμβακερού υφάσματος ραμμένα μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο εξ αυτών φέρει επίρραπτο τον σταυρό που απαρτίζεται από λωρίδες βαμβακερού υφάσματος σε γαλάζιο χρώμα. Είναι αμφιπρόσωπη με την ίδια ακριβώς σύνθεση και στην πίσω όψη της. Από τον τρόπο που είναι ραμμένα τα κομμάτια μεταξύ τους, αλλά και από το γεγονός ότι αυτά έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος εξάγεται το συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο για «αυτοσχέδια» κατασκευή από υφάσματα καθημερινής χρήσης. Είναι γνωστό ότι, όταν στερούνταν προκατασκευασμένης σημαίας, οι αγωνιστές προέβαιναν στη χρήση μιας πρόχειρης αυτοσχέδιας».
Λόγω της χρήσης της στα πεδία των μαχών αλλά και της μετέπειτα φύλαξής της σε μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες (θερμοκρασία και υγρασία), διατηρείται όπως άλλωστε και φαίνεται σε πολύ άσχημη κατάσταση. Μερικές από τις φθορές που παρατηρήθηκαν με μια γρήγορη ματιά είναι οι εξής: σχισίματα και οπές που καταλαμβάνουν όλη την έκταση, απώλεια υλικού σε εκτεταμένο βαθμό, έντονος αποχρωματισμός και ξεθώριασμα του κυανού χρώματος, λεκέδες και απώλεια ελαστικότητας των ινών των υφασμάτων. Μια μελλοντική και ενδελεχής παρατήρηση και μελέτη της σημαίας θα οδηγήσει σίγουρα σε πιο ασφαλή συμπεράσματα».
Η δημοσιοποίηση της σημαίας, 200 χρόνια από την Επανάσταση, είναι ένα ιστορικό γεγονός τεράστιας εθνικής σημασίας, που όμως επετεύχθη ερήμην της επίσημης Πολιτείας και της Επιτροπής 1821-2021, που δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή της, λόγω αμέλειας και αδιαφορίας.
Η σημαία της Κρητικής Επανάστασης του 1821 θα κυματίσει ξανά στη μνήμη των χιλιάδων ηρωικών επαναστατών που πολέμησαν με τρομερό σθένος, για δέκα ολόκληρα χρόνια, αλλά δεν κατάφεραν να απελευθερώσουν την Κρήτη ούτε να ενωθούν με τη μητέρα Ελλάδα, που ήταν ο διακαής τους πόθος!
Οι επαναστατικές σημαίες φέρονταν πάνω σε ξύλινο κοντάρι και είχαν σχήμα όπως οι σημερινές. Τα σύμβολα και τα γράμματα, τα αποτύπωναν ειδικοί, οι πασματζήδες, ή ζωγραφίζονταν πρόχειρα από κάποιον που είχε την ικανότητα, ή κατασκευάζονταν χωριστά και επιρράβονταν στη σημαία. Το κοντάρι, στο επάνω άκρο του είχε σφαίρωμα με σταυρό ή μόνο σταυρό σιδερένιο και κάτω σιδερένια αιχμή για να μπήγεται στο έδαφος η σημαία. Ο σιδερένιος σταυρός κατασκευάζονταν έτσι ώστε η επάνω απόληξή του να είναι μεγαλύτερη από τις πλάγιες κεραίες και καθώς λέπταινε και γινόταν πιο μυτερή, σχημάτιζε είδος λόγχης, γιατί η σημαία χρησίμευε και για όπλο στη μάχη σώμα με σώμα. Άλλα κοντάρια έφεραν μόνο μία σιδερένια λεπίδα λεπτή και μακρά, πραγματική αιχμή δόρατος και πάνω σ' αυτήν σχηματιζόταν διάτρητος ο Σταυρός.
Κάθε οπλαρχηγός έκανε αγιασμό για την καινούργια του σημαία και έστηνε συνήθως έναν ξύλινο σταυρό μεγάλων διαστάσεων, που προσκυνούσαν και ασπάζονταν οι οπλοφόροι, ορκιζόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος στη σημαία. Τα λάβαρα των εκκλησιών και οι εικόνες των αγίων που τα κρατούσαν ιερείς ή χωρικοί, βοηθούσαν στη στρατολογία. Οι Έλληνες ονόμαζαν τις πολεμικές τους σημαίες μπαϊράκια, αλλά οι τούρκοι τις αποκαλούσαν καταφρονητικά παλιόπανα ή πατσαβούρες. Οι μπαϊρακτάρηδες ή φλαμπουριάρηδες (σημαιοφόροι), διαλέγονταν ανάμεσα στους πιο γενναίους αλλά και τους πιο μεγαλόσωμους και δυνατούς, γιατί η θέση ήταν τιμητική, αλλά και δύσκολη.
Ο ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ Στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, στα μέσα Μαρτίου του 1821 και συγκροτήθηκε από εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού κυρίως.
Η σημαία του Ιερού Λόχου ήταν τρίχρωμη, το κόκκινο συμβόλιζε τον πατριωτισμό, το λευκό την αδελφοσύνη και το μαύρο τη θυσία.
Διοικητής του Ιερού Λόχου διορίστηκε ο Γεώργιος Καντακουζηνός –ο οποίος σύντομα παραμερίστηκε από τον Υψηλάντη– και υπασπιστής ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Εκατόνταρχοι του Ιερού Λόχου ήταν ο Σπυρίδων Δρακούλης από την Ιθάκη, ο Κωνσταντινουπολίτης Δημήτριος Σούτσος, αδελφός του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου, ο Κεφαλλονίτης Λουκάς Βαλσαμάκης, ο Πελοποννήσιος Ανδρόνικος, ο Ρίζος από τα Ιωάννινα και ο Χιώτης Ιωάννης Κρόκιας.
ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ Οι επαναστατικές σημαίες των ναυτικών νήσων ήταν διαφορετικές από εκείνες της ξηράς, αλλά διαφορετικές και μεταξύ τους.
Η σημαία των Σπετσών ήταν χρώματος κυανού και γύρω περιβαλλόταν από ταινία ερυθρά (ποταμός αίματος). Στο μέσο έφερε σταυρό που πατούσε σε μια ανεστραμμένη ημισέληνο. Από τη βάση του σταυρού υψώνονταν στη μία πλευρά άγκυρα, γύρω της ήταν τυλιγμένο ένα φίδι, που του έτρωγε τη γλώσσα μια κουκουβάγια. Στην άλλη πλευρά είχε λόγχη και έφερε την επιγραφή «Ελευθερία ή Θάνατος».
Η Φιλική Εταιρεία ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία της επανάστασης των Ελλήνων.
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε μέσα σε πολύ συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες στις αρχές του 19ου αιώνα, χωρίς ελληνικό ή άλλο προηγούμενο ή παράλληλο, κατορθώνοντας με συγκεκριμένες οργανωτικές, ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές, να ξεκινήσει τον αγώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, είχε επικρατήσει η άποψη ότι οι Έλληνες μπορούσαν και όφειλαν να διεκδικήσουν την πολυπόθητη εθνική ελευθερία μόνοι τους, χωρίς πλέον να ελπίζουν σε μια έξωθεν βοήθεια, αλλά προσδοκώντας την συσπείρωση του γένους. Του γένους που επιθυμούσε να μετουσιωθεί σε έθνος.
Την ίδια στιγμή υψώνονταν οι σημαίες στα πλοία με συνοδεία πυροβολισμών. Με την τελετή αυτή έδωσαν όλοι, ενώπιον του Θεού τον όρκο «Ελευθερία ή Θάνατος».
Το σήμα του ναυάρχου ήταν κι αυτό λευκό, τρίγωνο όμως με ταινία ερυθρά γύρω γύρω, στο μέσο του σήματος υπήρχε σταυρός, στα δεξιά και στα αριστερά του οποίου ήταν γραμμένο το «Εν τούτω νίκα» με κόκκινα γράμματα. Στην Ύδρα είχαν φθάσει οι πληροφορίες για την επανάσταση στη Πελοπόννησο και την πολιορκία των φρουρίων. Οι αναγγελίες για τις επιτυχίες του Αλέξανδρου Υψηλάντη θέρμαιναν τα πνεύματα, οι πρόκριτοι όμως δίσταζαν. Ο Αντώνιος Οικονόμου, από τους δευτερεύοντες τότε πλοιάρχους, μόλις είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Φιλόπατρις και ενθουσιώδης βρήκε τότε την ευκαιρία, χτύπησε τις καμπάνες και κάλεσε το λαό στ' άρματα. Με τους ναύτες του κατέλαβε τα πλοία και κατήργησε τον διοικητή της νήσου Ν. Κοκοβίλα. Οι πρόκριτοι φοβισμένοι, με έγγραφό τους του παραχώρησαν την εξουσία (31 Μαρτίου).
Στις 16 Απριλίου, ο Οικονόμου, οι πρόκριτοι, οι πλοίαρχοι και ο λαός, με δοξολογία για την έναρξη του εθνικού αγώνα και με πομπή περιφανέστατη, «απείρων κροτούντων τηλεβόλων, καθιέρωσαν την σημαίαν της ελευθερίας». 'Οταν τελείωσε η τελετή τα παληκάρια έφεραν τη σημαία στον αρχιερέα της νήσου Γεράσιμο κι αυτός ανέβηκε στο διοικητήριο και την έστησε εκεί όπου ήταν υψωμένη πρωτύτερα η τουρκική.
Στη Σάμο υψώθηκαν τρεις διαφορετικές σημαίες.
Ήταν κυανή και είχε στο μέσον λευκό σταυρό επί ερυθράς ημισελήνου ανεστραμμένης. Εκατέρωθεν του σταυρού υπήρχε λόγχη με σπόγγο από τη μία και άγκυρα από την άλλη και η επιγραφή «Ή ελευθερία ή θάνατος.»
Στις σημαίες της επαναστάσεως, ιδιαίτερα τις ναυτικές, εκτός από το Σταυρό πάνω στην ανεστραμμένη ημισέληνο, υπάρχει και η άγκυρα, σύμβολο της σταθερής απόφασης για την ελευθερία . Υπάρχει ακόμα αετός που με το ράμφος τρώει τη γλώσσα φιδιού. Το φίδι είναι εχθρός των αετών, γιατί μόνο αυτό φθάνει ως τη φωλιά τους και τρώει τα αυγά τους, δηλαδή καταστρέφει τη γενιά τους (το Γένος). Ο συμβολισμός είναι προφανής στις Φιλικές αλληγορικές παραστάσεις. Η πάλη του αετού με το φίδι από τις πιο παλιές εποχές συμβολίζει ακόμα τον αγώνα των δυνάμεων του καλού με τις χθόνιες δυνάμεις. Σε άλλες όμως περιπτώσεις το φίδι είναι σύμβολο δικαιοσύνης, όταν μάλιστα δεν υπάρχει αετός αλλά κουκουβάγια, που συμβολίζει τη σύνεση. Τα σημεία των εφοδιαστικών της Φιλικής Εταιρείας που χρησιμοποιούνται στις πρώτες επαναστατικές σημαίες υποδηλώνουν: η ημισέληνος ανεστραμμένη τη μέλλουσα πτώση του Οθωμανικού κράτους, η άγκυρα τη σταθερότητα του αγώνα, το φίδι την ιερότητα του σκοπού, ο σταυρός τη δικαιοσύνη και η κουκουβάγια τη φρόνηση με την οποία πρέπει να διεξαχθεί ο αγώνας.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Η δημιουργία του πολεμικού στόλου των επαναστατημένων αγωνιστών, είναι μοναδικό παράδειγμα στην Ιστορία, και οφείλεται κατά πρώτο λόγο στο ναυτικό δαιμόνιο του Έλληνα. Κληρονόμος μακραίωνης ναυτικής παράδοσης ο λαός μας, ζούσε ανέκαθεν στη θάλασσα κι από τη θάλασσα. Οι νησιώτες τού Αιγαίου και οι κάτοικοι των παραλίων ήσαν από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους γεννημένοι ναύτες, ζυμωμένοι με την άλμη της θάλασσας, που τους προσέφερε πάντα τα μέσα του βιοπορισμού κι όχι σπάνια του πλουτισμού τους. Το βασικό αυτό χαρακτηριστικό του Ελληνικού γένους ήταν τόσο βαθειά ριζωμένο, ώστε ούτε ή μακρά δουλεία μπόρεσε να το εξαλείψει.
Η εξέλιξη αυτή έγινε στη διάρκεια του IH' αιώνα, μετά τα μέσα του οποίου, τα ελληνικά πλοία των νήσων εναυσιπλόουν υπό την καλουμένη ραγιάδικη (όπως πιο πάνω αναφέρεται) στο Αιγαίο. Στο Ιόνιο χρησιμοποιούσαν και μιαν αυτοσχέδια σημαία δικής τους εμπνεύσεως φέρουσα την εικόνα της Παναγίας, για ν΄ αποφύγουν ως χριστιανικά την δίωξη των Ιπποτών της Ρόδου. Οι Έλληνες δεν σταμάτησαν τις ναυτικές πολεμικές ή εμπορικές δραστηριότητες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά είχαν αναπτύξει ένα πολύ αξιόλογο στόλο από καλά κατασκευασμένα και εξοπλισμένα πλοία, που ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας της Ελληνικής επανάστασης. Στην αρχή της επανάστασης του 1821 η Ελλάδα διέθετε 1000 περίπου μικρά και μεσαία εμπορικά πλοία και μια δύναμη 18.000 ναυτικών. Είναι πράγματι συγκινητικό το γεγονός, ότι όλα σχεδόν τα ονόματα των πλοίων προέρχονται από την ελληνική μυθολογία και ιστορία. Η συνέχεια του γένους, η άντληση δύναμης και υπερηφάνειας από τη μακραίωνη ιστορία των Ελλήνων, η αρχαιοελληνική παράδοση, πέρα από το όνομα του καραβιού, γίνεται κι ανθρωπόμορφο ακρόπρωρο.
Το Ακρόπρωρον, είναι η γλυπτή διακοσμητική παράσταση ανθρωπόμορφων θρησκευτικών ή εθνικών συμβόλων, η οποία στόλιζε την άκρη της πλώρης των πλοίων.
Από το Σηματολόγιο των προ και μετά την επανάσταση Βιβλίων, που περιείχαν την ερμηνεία και την αντιστοιχία των ναυτικών σημάτων, τα σήματα και τα σύμβολα που χρησιμοποιούσαν για την ακριβή συνεννόηση μεταξύ πλοίων διαφορετικής εθνικότητας, τα «κατατεθέντα» σήματα:
Αυτό είναι το ιερό πανί το γαλανό και τ' άσπρο,
Απόσπασμα από το ποίημα του Στέφανου Δάφνη
|