| (Κάνοντας δεξί κλικ πάνω σε οποιαδήποτε φωτογραφία, μπορείτε να την ανοίξετε σε νέο tab και να την δείτε σε φυσικό μέγεθος) |
![]() |
| Η τελευταία Μετάληψις των κατοίκων του Μεσολογγίου από τον Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ Έργο των Raffet και de Vilain, λιθογραφία. |
![]() |
|
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΦΟΡΟΙ: ΣΕ ΠΑΡΑΔΕΣ, ΣΕ ΠΟΝΟ, ΣΕ ΑΙΜΑ Αυτά που ζούσαν κι υπέφεραν, αυτά που άντεξαν, αυτά που κατάφεραν μέσα σ΄ αβάσταχτο σκοτάδι κι απελπισία, αυτά που δημιούργησαν μέσα στην ατελείωτη σκλαβιά, εκείνοι οι Έλληνες, οι όχι και τόσο μακρινοί μας, είναι πολύτιμα κι ιερά, είναι μνήμες πικρές που πρέπει να κρατήσουμε ζωντανές. Για πάρα πολλούς λόγους. Όποιος ξεχνά και δε διδάσκεται, κάποια στιγμή τα ξαναζεί. Η ιστορία δίνει έμφαση στους πολέμους, τις μάχες και τα κατορθώματα, μα παραβλέπει συνήθως πως κατόρθωμα ήταν η ίδια η επιβίωση την εποχή εκείνη. Από τη στιγμή που έπεσε η Πόλη και διαλύθηκε το βυζαντινό κράτος, η ζωή των Ελλήνων άλλαξε τραγικά. Οι τούρκοι δεν τους υποδούλωσαν μονάχα, τους καταδίκασαν σε οικονομικό και πνευματικό μαρασμό.
Κι έπειτα σιγά-σιγά ξεμούδιασε η θέληση, το πείσμα, το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, άρχισε η πνευματική και οικονομική αναγέννηση. Η προσαρμογή στις συνθήκες, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στην απελευθέρωση της πατρίδας.
Οι φόροι που πλήρωναν οι υπόδουλοι Έλληνες ήταν δυσβάσταχτοι, πολλοί και διαφορετικοί.
Oι Τούρκοι, εφόσον οι ραγιάδες πλήρωναν, εγγυούνταν την ατομική ελευθερία και τη ζωή τους. Ωστόσο, αυτό ίσχυε εντελώς θεωρητικά. Οι ραγιάδες δεν μπορούσαν ούτε να μιλήσουν ενώπιον μουσουλμάνων. Κατοικούσαν στα άκρα των πόλεων, ήταν υποχρεωμένοι να ξυρίζουν το μπροστινό μέρος του κρανίου και να φορούν μπλε κάλυμμα κεφαλής.
Οι τούρκοι δεν έμοιαζαν με κανέναν άλλο κατακτητή.
Ο φόρος δεν έκανε εξαιρέσεις.
Η τουρκοκρατία, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, παρά τα δεινά που επισώρευσε, είχε και μιαν ευνοϊκή συνέπεια για την Κρήτη, όσον αφορά την επιστροφή της στην Ορθοδοξία.
Κάπου εδώ, τελειώνει η «ελαφριά» πλευρά των πραγμάτων. Γράφει ο ιστορικός Γιάννης Μουρέλλος («Η Ιστορία της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη»):
Πόσες κόρες που δεν δέχτηκαν τα χάδια του αγά, δεν καταδικάστηκαν να φάνε τα συκώτια του σφαγμένου αρραβωνιαστικού τους, πόσες μάνες δεν είδαν πάνω στο δίσκο το κεφάλι του παιδιού τους, πόσες δεν υπέστησαν την κτηνωδία των αφρισμένων αραπάδων της Βεγγάζης, που εσπάρασαν την τιμή των κοριτσιών μπρος στα μάτια των γερόντων, των αντρών και των γονέων τους. Αυτά τα ανατριχιαστικά, όπως και άλλα άπειρα εγκλήματα που περιγράφει ο ιστορικός Μουρέλλος, ήρθαν αρχικά αμείλικτοι να τιμωρήσουν οι χαϊνηδες κι αργότερα η ίδια η «Υψηλή Πύλη» στέλνοντας στην Κρήτη για τιμωρό τον Χατζη-Οσμάν Πασά. Για τον Χατζη-Οσμάν Πασά, τον "Πνιγάρη", υπάρχουν πάρα πολλοί θρύλοι.
Μάλιστα η παράδοση αυτή λέει πως όλο το διάστημα που έμενε στα Χανιά πήγαινε μεταμφιεσμένος σε μία κατακόμβη για να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Το πιθανότερο είναι ότι ο Κιούρτ Οσμάν πασάς ήταν ο ως τότε πασάς της Εύβοιας, κι εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να μεταχειριστεί αυστηρά και αποτελεσματικά μέτρα για αντιμετωπίσει τους γενίτσαρους που ασεβούσαν προς την Πύλη.Αυτό του το κατόρθωμα, τον έκανε κατάλληλο για τη δύσκολη επιχείρηση της Κρήτης. Είναι πάντως εξακριβωμένο ότι ο Οσμάν Πασάς αποτελούσε εξαιρετικό φαινόμενο Τούρκου υπαλλήλου με την ευρεία του πολιτική αντίληψη. Το πιο πιθανό είναι πως είχε γεννηθεί στο Κουρδιστάν. Όπως και νάχει, η αδυναμία της Πύλης να επιβληθεί στους άγριους γενίτσαρους κι εσπέχηδες της Κρήτης, εξευτέλιζε διαρκώς την κεντρική διοίκηση κι υποχρέωσε σε μέτρα αυστηρά. Όχι τόσο για να ανακουφίσει τους ραγιάδες, όσο για να κρατήσει το κύρος της, που κάθε λίγο κατακουρελιαζόταν από τους γενίτσαρους. Κάποτε βρίσκονταν κρυφοί εκδικητές και κάθε τόσο χάνονταν και μέσα στις πολιτείες αρκετοί από τους τυράννους, που βασάνιζαν τους ραγιάδες, αλλά οι τιμωρίες αυτές ήταν ασήμαντες μπρος στον όγκο των εγκλημάτων τους. Η ευκαιρία να τους υποτάξει δόθηκε στην Πύλη από μία ενέργεια που είχε κάνει τον Απρίλιο του 1812 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’. Την εποχή εκείνη ένας γενίτσαρος Αμπαδιώτης, ο Μπραήμ Αγακάκης από το Βαθιακό σκότωσε τον Καπετάν Γιακουμή από τις Μέλαμπες Ρεθύμνου. Οι χωριανοί του, γυναίκες και άνδρες, άοπλοι κατόρθωσαν να τον πιάσουν και να τον σφάξουν. Μα ο θάνατος του Μπραήμ Αγά, έγινε αιτία σε δύο μέρες μέσα να σκοτωθούν στις Μέλαμπες εβδομήντα δύο άνθρωποι, γέροι, γριές, παιδιά, όσοι δεν πρόφθασαν να τραβηχτούν ψηλά προς τα βουνά και να γλυτώσουν. Οι Μελαμπιανοί αφού έθαψαν τους νεκρούς τους, εξέλεξαν μία αντιπροσωπεία που με κόπο και κίνδυνο πήγε στο Μεγάλο Κάστρο, για να παραπονεθεί στον Σαμήρ Μπεκήρ Πασά. -Ίντα να σάσε κάμω, κακομοίρηδες, που σκοτώσατε γενίτσαρο και κανείς δεν τολμά να σας υπερασπιστεί, ούτε εγώ ο ίδιος. Μόνο το καλό που σας θέλω τραβήξετε πάλι πίσω ένας-ένας, όπως ήρθετε, για να μη σας υποψιαστούνε, γιατί θα χαθείτε κι άλλοι και κάτσετε στ’ αυγά σας. Γυρίζοντας πίσω έτυχε να συναντήσουν τον παπά-Μανώλη, που οι Τούρκοι του ατίμασαν την κόρη του και τον καταδίκασαν να κρατά το κερί. Ετοιμαζόταν να πάει στην Κωνσταντινούπολη να ζητήσει την τιμωρία του Τούρκου από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’. Αποφάσισαν τότε κι έστειλαν κι αυτοί δύο Μελαμπιανούς μαζί με τον παπά-Μανώλη. Πραγματικά οι δύο αυτές διηγήσεις που σε κατάλληλη στιγμή έκαμε ο Πατριάρχης στο Σουλτάνο Μαχμούτ Χάν τον Δίκαιο, τον στενοχώρησαν τόσο -ίσως περισσότερο η αδυναμία του πασά να υπερασπιστεί τους Μελαμπιανούς- που αποφάσισε ο Σουλτάνος να στείλει ένα από τους πιο δυνατούς και γενναίους πασάδες του για να τιμωρήσει και να δαμάσει τους άγριους γενίτσαρους που εξευτέλιζαν την ισχύ του.
O Οσμάν Πασάς έφθασε στη Σούδα στις 12 του Σεπτέμβρη του 1812 με αρκετή δύναμη τακτικού στρατού, προχώρησε προς τα Χανιά χωρίς να δώσει σημασία στην υπόδειξη που του έκαμαν αυτοί που ήλθαν να τον συναντήσουν, σαν περνούσαν μπρος από το μνήμα του Μπάρμπου. Όχι μόνο δεν προσκύνησε, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι πασάδες ως τώρα, μα ούτε καν έστρεψε να δει το μνήμα του αγιοποιημένου τούρκου ήρωα που είχε πέσει το 1646 όταν οι Τούρκοι πήραν τα Χανιά από τους Βενετσιάνους. Μαζί του έφερε άπ’ την Κωνσταντινούπολη τον Χανιώτη Γενιτσαραγά που είχαν καθαιρέσει προ ενός έτους οι γενίτσαροι και τον είχαν αναγκάσει να φύγει. Μ’ αυτόν είχε καταστρώσει τα σχέδια του δαμάσματος των ατίθασων αγάδων κι ευθύς ως έφθασαν άρχισαν την εφαρμογή τους. Πρώτα άπ’ όλα ειδοποίησαν τους πιο ξακουστούς «χαΐνηδες» να κατεβούν με όσα παλληκάρια μπορούσαν να βρουν και να τραβήξουν μυστικά προς το Νεροκούρου, κοντά στη Σούδα. Εκεί θα βρίσκαν τουφέκια και πολεμοφόδια του τούρκικου στρατού να οπλιστούν όλοι καλά και να περιμένουν κρυμμένοι για να μην καταλάβουν τίποτα οι γενίτσαροι. Ο Οσμάν Πασάς είχε φροντίσει να συγκεντρώσει τις πληροφορίες του και ήξερε πώς να τους χτυπήσει. Χωρίς φόβο οι χαΐνηδες και πολλοί από τα περίχωρα των Χανίων και άπ’ τον Αποκόρωνα έτρεξαν στο Νεροκούρου κι οπλίστηκαν. Η απροσδόκητη αυτή οπλοφορία, που γινόταν με την άδεια και προτροπή του Τούρκου πασά, εξασφάλισε την εμπιστοσύνη των χριστιανών, ώστε καθένας τους μόλις του δόθηκε τέτοια ανέλπιστη ευκαιρία έσπευσε να γίνει «φέρμελης» και να γραφτεί στον κατάλογο της στρατολογίας του Οσμάν Πασά. Αρχηγοί εκείνων που μαζεύτηκαν στο Νεροκούρου ήταν διαλεχτοί χαΐνηδες και πρόκριτοι του Νομού Χανίων.
Ο πόνος κι η απόγνωση κύλησε από πάνω τους σε μια στιγμή και η ψυχή τους υψώθηκε με την ελπίδα μιας νίκης. Στο σφίξιμο του τουφεκιού του ο Κρητικός ένιωσε τη δύναμη να επιστρέφει μέσα του από το μακρινό του παρελθόν.
Ο πασάς δεν άργησε ν΄αντιληφθεί πως τα κονάκια ήταν άδεια, γιατί στους διαρκείς πυροβολισμούς των πολιορκητών δεν ερχόταν καμιά απάντηση.
Ωστόσο ο Μεχμέτ Αγάς με τους ορτάκηδές του, βγήκε στις Μαδάρες ζητώντας προστασία στις κορυφές τους. Εκεί, η πείνα κι οι δυσκολίες διασκόρπισαν τους συντρόφους του, άλλους προς τη Μικρά Ασία κι άλλους προς τον κάμπο. Όσοι κατέβηκαν πιάστηκαν όλοι και παραδόθηκαν στον Οσμάν Πασά που χωρίς οίκτο τους κρέμασε. Σε λίγο αναγκάστηκε κι ο Αγάς να παραδοθεί γιατί κινδύνευε να σκοτωθεί από τους ορεινούς χριστιανούς.
Το άγγελμα του θανάτου του τρομερού γενίτσαρου μέσα στους τόσους άλλους θανάτους των πιο ξακουστών εσπέχηδων και αγάδων -οι θάνατοι είχαν φτάσει τους πεντακόσιους ως τότε- τρομοκράτησε όχι μόνο τους γενίτσαρους, μα και κάθε τούρκο.
Μετά το ξεκαθάρισμα της Κισσάμου τράβηξε προς τη λυκοφωλιά του Σελίνου που παρουσίαζε τη μεγαλύτερη δυσκολία, γιατί οι γενίτσαροι του ήταν οι αγριότεροι της Κρήτης και γιατί με τις καταδίκες των άλλων, που τις μάθαιναν από ορτάκηδές τους, είχαν λάβει τα μέτρα τους για ν’ αμυνθούν όσοι δεν ήθελαν να φύγουν. Τους κρέμασε όλους στη μέση του χωριού ρίχνοντας κι από μία κανονιά για κάθε ένα που κρεμούσε για παραδειγματισμό. Τα περισσότερα ονόματα των γενιτσάρων αυτών αλλά και άλλων στην υπόλοιπη Κρήτη λέγεται ότι ήταν Βενετσιάνων αρχόντων, όπως και οι ιστορικοί αναφέρουν. Αυτό αποδεικνύει τον ομαδικό εξισλαμισμό των Φεουδαρχών Βενετσιάνων, που απόμειναν μετά την Τουρκική κατάληψη, με σκοπό να διατηρήσουν τις πλούσιες γαίες τους και την πιεστική έναντι των χριστιανών ζωή τους, όπως άλλωστε και οι ιστορικοί αναφέρουν.
Ο Οσμάν Πασάς κατάλαβε πως επρόκειτο για συκοφαντία, αλλά προσέφερε τρία αθώα θύματα χριστιανούς, ώστε να υποστηρίξει τον σκοπό που επεδίωκε και συνέχιζε μελετημένα και μεθοδικά. Άλλωστε θα ήταν πολύ επικίνδυνο ν’ αδιαφορήσει για το γενικό αναβρασμό που’ χε προκαλέσει σ’ όλους τους Τούρκους των Χανίων, η πλαστή κατηγορία πως οι τρεις αυτοί χριστιανοί τόλμησαν μέσα άπ’ το σπίτι τους την ώρα που γλεντούσαν, να πυροβολούν.
Αυτό έκαμε την Πύλη να τον διατάξει να προχωρήσει προς το Ρέθυμνο και να ενεργήσει και εκεί το ίδιο ξεκαθάρισμα. Μόλις έφθασε στο Ρέθυμνο ο Οσμάν Πασάς κατόρθωσε να πιάσει τον Αρίφ Αγά Γενίτσαρη, το θείο του Μεχμέτ της Κάϊνας και τον κρέμασε γιατί, όπως λέει το δημοτικό τραγούδι, αυτός ήταν που πήρε την κόρη του παπα-Μανώλη από την Επισκοπή και παρακίνησε και τον ανεψιό του Μεχμέτ να καταστρέψει τις δύο άλλες κόρες του δυστυχισμένου Ιερέως. «Όχι Μα Τα Ουράνια, Μα Τσ’ Άγιες Ήμερες∙
Μετά το ξεκαθάρισμα του Ρεθύμνου έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο όπου είχαν καταφύγει όσοι του ξέφυγαν. Αλλά οι γενίτσαροι, τόσο αυτοί που είχαν καταφύγει εκεί και που ήξεραν τι τους περίμενε, όσο κι οι άλλοι του Μεγάλου Κάστρου, είχαν μαζευτεί από όλα τα μακρινά χωριά και τους πύργους κι είχαν σχηματίσει ένα ισχυρό σώμα. Έκλεισαν τις πόρτες του Μεγάλου Κάστρου στον Οσμάν Πασά, ενώ συγχρόνως είχαν στείλει στην Κωνσταντινούπολη επιτροπή μεγάλη από γενίτσαρους ισχυρούς με άφθονο χρήμα και πλούσια δώρα για να κατορθώσουν την ανάκλησή του. Μόνο ο Αρχιγενίτσαρος Χουσεΐν Κουρμούλης (ο Κρυπτοχριστιανός Μιχ. Κουρμούλης) απ’ τον Κουσέ Μεσσαράς δεν φοβήθηκε την πρόσκλησή του, αλλά πήγε στο Τόπ Αλτί που ήταν στρατοπεδευμένος ο Οσμάν Πασάς. -Έμαθα πως έχεις σκοτωμένους αρκετούς πιστούς του Ισλάμ και πως τρομοκρατείς κάτω στη Μεσσαρά όλους τους πιστούς.
Το δυνατό και σοφό μάτι του Οσμάν Πασά υποψιάστηκε στα λόγια του Κουρμούλη κάτι το ύποπτο, μα είτε γιατί πραγματικά αναγνώρισε τη δράση του Κουρμούλη σύμφωνη προς το δικό του πρόγραμμα, είτε γιατί τον κατάλαβε ως κρυπτοχριστιανό, που όπως λέει η περίεργη παράδοση πως ήταν κι αυτός, τον άφησε με τιμές και γύρισε στον πύργο του. Η ενέργεια αυτή του Οσμάν Πασά έδινε νέα ισχύ στους Κουρμούληδες και τους δυνάμωσε περισσότερο στην προστατευτική τους δράση. Ο Οσμάν Πασάς υποκρίθηκε ότι υποχωρεί και τραβήχτηκε στο Μυλοπόταμο περιμένοντας να συνεννοηθεί προηγουμένως με την Πύλη για την καταστολή της ομαδικής αυτής ανταρσίας και να καλέσει και τον Βεζύρη του Μεγάλου Κάστρου, το Σαμή Μπεκήρ Πασά σε κοινή οργανωμένη ενέργεια. Προς τούτο ανέφερε στην Πύλη την ανάγκη να διαταχθεί ο πασάς του Μεγάλου Κάστρου, που κι αυτός δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επιτυχίες του Οσμάν, να μην παραμένει απαθής, αλλά να σπεύσει να βοηθήσει το έργο της γενικής εκκαθάρισης.
Αντί όμως να επιτύχει στις ενέργειές του ο Χατζη-Οσμάν Πασάς, πέτυχαν οι γενίτσαροι με το χρυσάφι που έστειλαν κι έφθασε ειδικός απεσταλμένος της Πύλης με το φιρμάνι της ανάκλησής του. Το νέο διαδόθηκε σ’ όλη την Κρήτη με πρωτοφανή ταχύτητα για να ρίξει τους ραγιάδες στην πρώτη τους απόγνωση και τους γενίτσαρους σε διασκεδάσεις και βαρβαρότητες. Καβαλάρηδες τρομεροί, έτρεχαν παντού για ν’ αναγγείλουν στους χριστιανούς τη σκληρή είδηση και να τους ξανακάμουν να σκύψουν το κεφάλι τους «Έφυγε ο παπα-Γιάννης σας ταβλόπιστοι, και τώρα θα δείτε ίντα θα πάθετε!». Ο Χατζη-Οσμάν Πασάς διατάχτηκε να γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί εξορίστηκε στην Προύσα, ύστερα από τις συκοφαντικές καταγγελίες στον Σουλτάνο Μαχμούτ Χάν τον Δίκαιο, πως όπλισε τους Χριστιανούς και συμφώνησε μαζί τους να τον βοηθήσουν να γίνει ηγεμόνας τους αν θα σκότωναν όλους τους Τούρκους και πως με τις προγραφές που έκαμε απόκτησε σε δύο χρόνια μέσα, αμύθητα πλούτη και θησαυρούς. Σε λίγο εξόριστος στην Προύσα σκοτώθηκε, γιατί διαφορετικά δεν μπορούσε να δημευθεί η περιουσία του και να την αρπάξουν οι επιτήδειοι Βεζύρηδες. Ενάμιση χρόνο που ο Χατζη-Οσμάν Πασάς έμεινε στην Κρήτη, ήταν το μόνο διάστημα που οι χριστιανοί μπόρεσαν να ζήσουν πραγματικά σαν ίσοι προς τους άλλους πολίτες και να αισθανθούν λίγη χαρά στην πολυπικραμένη ζωή τους.
Κατά το έτος 1818 ο Γάλλος πρόξενος στα Χανιά Λαρούζης εδιηγείτο στον ιατρό Ν. Ρενιέρη ότι οι πληροφορίες του Προξενείου αναβίβαζαν το αριθμό των τουρκευσάντων στην περιφέρειά του εντός οκτώ ετών, στο σεβαστό αριθμό των 2.811. Στον αριθμό αυτό δεν αναφέρονται γυναίκες, παρά μόνο άνδρες και ιδίως στην επαρχία Σελίνου.
«Κατά το έτος 1819 ασθενούντος του Λατίφ Πασά προσεκλήθην, όπως τον επισκεφθώ, είδον τότε έξωθι του Σεραγίου 3 γυναίκας και 1 ιερέα κλαίοντας, τους δε καβάσηδες του πασά εκδιώκοντας αυτούς. Επί τη ερωτήσει μου τι συμβαίνει οι καβάσηδες με αρπάζουν και με πετούν εντός του Σεραγίου, υβρίζοντάς με συνάμα ότι δεν είναι δουλειά μου και ότι διώχνουν αυτούς διότι δεν φεύγουν. Ανελθών εις το δωμάτιον του ασθενούς πασά ηρωτήθην παρά του διερμηνέως του, ιδόντος με κατατρομαγμένον τι έχω, αφού δε διηγήθην την προς εμέ συμπεριφοράν των καβάσηδων και εξήτασα τον ασθενή, ούτος διέταξε τον διερμηνέα να μου είπη: «Αυτοί οι άνθρωποι μου έφεραν αναφοράν λέγοντες ότι οι Κοτρόνηδες από τα Μεσόγεια επήγαν εις το χωρίον Αερινόν και αφού έσφαξαν δύο υιούς του παπά και τέσσερις αδελφούς των γυναικών, απήγαγαγον εις Μεσόγεια τρεις και με παρεκάλουν να τους σώσω. Έστειλα ανθρώπους και τους ευρήκα, αλλά μου ζητούν (οι γενίτσαροι εννοείται) 3 χιλιάδες γρόσια να μου τους στείλουν! Να σου πω όμως Δεττοράκι, είχαν και δίκαιον, διότι οι Κοτρόνηδες είχαν ένα σκύλο καλόν και εβεβαιώθησαν ότι τον έκλεψαν οι Αερινιώτες και άμα ανεκαλύφθηκαν τον εσκότωσαν. Βλέπεις, μου λέγει τουρκιστί τότε ο πασάς ο ίδιος, πως καμιά φορά δεν πταίουν οι Τούρκοι; Έφριξα ακούσας τας κρίσεις του εξοχωτάτου και ανεχώρησα. Η αξία ενός σκύλου ίση προς την ζωήν έξι ανθρώπων». Το γυρισμό της αγριότητας των γενιτσάρων τον ένοιωσε κάθε χωριό της Κρήτης, με θανάτους και ατιμώσεις. Τίποτε πια δε συγκρατούσε τους άγριους Μελικιαναγάδες. Ο Μπεντρή Αγάς κι ο Χανιαλής στο Μεγάλο Κάστρο, οι Καούρηδες στο Σέλινο, οι Γενιτσαράπηδες στο Ρέθυμνο, ο Αζίζ Μπέης στην Κυδωνιά,ο Ιμβραήμ Αφεντακάκης στη Σητεία, με βοηθούς σκληρούς κι απάνθρωπους σουμπάσηδες, άρχισαν το ματωμένο δευτέρωμα της τυραννίας τους. Δυσπερίγραπτα είναι τα δεινά των χριστιανών από το 1813 που έφυγε ο Οσμάν Πασάς απ’ την Κρήτη ως το 1821 που άρχισε η μεγάλη Επανάσταση. Οι φρικτότεροι τρόποι βασάνων είχαν εφευρεθεί για να συμπληρώσουν το μαρτύριο των χριστιανών. Οι άνδρες εύρισκαν το θάνατο κι αυτός ήταν προτιμότερος από τα μαρτύρια, που τραβούσαν οι γυναίκες. Τα όργια των Τούρκων δεν περιορίζονταν στην ικανοποίηση της σαρκικής τους κτηνωδίας, εύρισκαν τρόπους νέους για να καταδικάσουν τις χριστιανές σε απαίσιους εξευτελισμούς, όπως ήταν η καταδίκη τους να χορεύουν γυμνές πάνω σε ρόβι ή στα σκάγια ή στα περιχυμένα με λάδι σανίδια, που επίτηδες περιέχυναν κάθε τόσο, για να μην μπορούν να σταθούν όρθιες, ενώ ένας μαύρος δούλος γυμνός τις κυνηγούσε με το καμτσίκι, κτυπώντας εκείνες που δεν κατόρθωναν να στέκουν ορθές και να χορεύουν. Μόνο για να διασκεδάσουν στο Μπαϊραμι, όπως λέει ο Γερμανός Σίμπερ, έβαναν στο σημάδι το χριστιανό που η κακή του μοίρα τον έφερνε να περάσει από μπρος τους, που πολλές φορές έπεφτε με δέκα σφαίρες ταυτόχρονα πάνω στο κορμί του. Ο ίδιος γράφει πως τούρκος υποχρέωσε έναν ιερέα, που έτυχε να περάσει μπρος άπ’ την παρέα των τούρκων που γλεντούσε την εορτή του Μπαϊραμιού, να βάλει πάνω σ’ ένα ξύλο το καλυμμαύχι του για να δει αν το βρει με την πιστόλα του, ο δυστυχισμένος ιερέας δεν τόλμησε ν’ αρνηθεί, μα τη στιγμή που πήγαινε να τοποθετήσει το καλυμμαύχι πάνω στο ξύλο, έπεσε νεκρός απ’ τον πυροβολισμό του τούρκου που γελώντας φώναξε: «Γιαχνίς (λάθος), βαλάι!». Πόσοι χριστιανοί όταν έφυγε ο Οσμάν Πασάς δεν αναγκάσθηκαν σαν τον παπα- Μανώλη τον Πισκοπιανό, που έγινε η αιτία νά'ρθει ο τιμωρός πασάς με τα παράπονά του στον Σουλτάνο, να κρατούν είτε το λύχνο, είτε το κερί πάνω από το γυμνό κορμί της κόρης τους που ατίμαζε ο γενίτσαρος.
Kαι με τούτα τα λίγα για την τουρκοκρατία στην Κρήτη, ας θυμηθούμε και μια δήλωση:
Την περίοδο 1805-1806 οι τούρκοι είχαν εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των κλεφτών του Μοριά. Οι ντελήδες (τούρκοι ιππείς), είχαν βάλει σκοπό να τους χαλάσουν και το επιχειρούσαν με κάθε τρόπο.
Είχε βεβαίως και η Κύπρος το μερίδιο της στη φρίκη.
Αντίθετα με τα όσα επέβαλε ο ίδιος ο μουσουλμανικός νόμος, οι ραγιάδες δεν απολάμβαναν θρησκευτικής ελευθερίας.
Όμως τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν προετοίμασε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο για την καθιέρωση του απάνθρωπου κι ανατριχιαστικού θεσμού του συστηματικού παιδομαζώματος.
Το παιδομάζωμα, υπήρξε ο βαρύτερος φόρος αίματος που κλήθηκε να πληρώσει το βασανισμένο έθνος. Κι είχε διπλό στόχο. Την αποδυνάμωση του ηττημένου, αλλά και την ενδυνάμωση του νικητή.
H συντριβή των γονέων δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Mπορεί κάποιος να φανταστεί τα συναισθήματα της μητέρας που αποχωρίζεται το παιδί της, γνωρίζοντας ότι δεν θα το ξαναδεί, ότι θα τουρκέψει και ότι, όταν έρθει η ώρα, θα διαπράξει τα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων στο όνομα του Aλλάχ και για χάρη του σουλτάνου;
"Aνάθεμά σε βασιλιά και τρις ανάθεμά σε,
Αναφέρει ο Απόστολος Βακαλόπουλος, στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού:
Στον κάθε τόπο συνεννοούνταν πρώτα με τον καδή και τον προεστό ή τον ιερέα και κατόπιν ήλεγχε… τα βιβλία των γεννήσεων της εκκλησίας και επιθεωρούσε ο ίδιος τους υποψηφίους… Διάλεγε τους πιο ρωμαλέους, όμορφους και ευφυείς νέους που φαίνονταν κατάλληλοι…». Τα παιδιά οδηγούντο πρώτα στην Πόλη όπου τους γινόταν περιτομή και ξεκινούσε ο προσηλυτισμός τους στο Ισλάμ.
Να πως περιγράφει ο απεσταλμένος του Γερμανού αυτοκράτορα, ο Τσέχος ευγενής Βάσλαβ Βράτισλαβ φον Μίτροβιτς το παιδομάζωμα το 1591: «Οι εν λόγω γενίτσαροι είναι κατά το πλείστον πρόσωπα εξανδραποδισθέντα ή τέκνα χριστιανών ζώντων…
Εκατοντάδες από αυτούς συναθροίζονται έκαστον τρίτο έτος μετά των αρρένων τέκνων τους ηλικίας 8,9 ή 10 ετών. Επί τόπου υπάρχουν ιατροί κρίνοντες την πνευματική ικανότητα εκάστου παιδιού… Όσα υπόσχονται περισσότερα αποστέλλονται στην υπηρεσία του Τούρκου σουλτάνου, τα άλλα στην υπηρεσία άλλων αξιωματούχων και τα λοιπά πωλούνται στην Ανατολή ή την Ασία. Φυλάσσονται δε εκεί μέχρις της ηλικίας των 18 ή 20 ετών και ανατρέφονται με στερήσεις, πείνα… τα μεταχειρίζονται λίγο καλύτερα από σκύλους… Περί την ηλικία των 20 μεταφέρονται στην Κωνσταντινούπολη και τα δραστηριότερα καταγράφονταν ως γενίτσαροι και τάσσονταν υπό παλαιούς γενιτσάρους για να μάθουν να πολεμούν… Σε περίπτωση μάχης βαδίζουν στην πρωτοπορία… Από αυτούς προέρχονται οι ανδρειότεροι και αγριότεροι πολεμιστές των Τούρκων».
Tα νεοστρατολογημένα χριστιανόπαιδα στέλνονταν με συνοδεία στην Kωνσταντινούπολη, όπου ασπάζονταν τον ισλαμισμό και υποβάλλονταν σε περιτομή, πράξη που υποδήλωνε ότι ανήκαν επίσημα πλέον στους "δούλους της Πύλης". Tα σχετικά μεγαλύτερα εξισλαμισμένα παιδιά, που προορίζονταν για τη στρατιωτική υπηρεσία, ονομάζονταν ατζέμ ογλάν (Acemi oglan= δόκιμος) και στέλνονταν αρχικά να εργαστούν στους τιμαριούχους της Mικράς Aσίας. Oι ατζέμ ογλάν έμεναν στα τιμάρια όσο καιρό κρινόταν απαραίτητο από τον Tούρκο αξιωματούχο, για την προσαρμογή τους στο νέο περιβάλλον, τη σκληραγώγησή τους, τη μύηση στη νέα θρησκεία και την εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας. O ίδιος ο αξιωματούχος-επόπτης επισκεπτόταν τους εκκολαπτόμενους γενίτσαρους, συνήθως μετά από δύο χρόνια, για να διαπιστώσει αν πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να καταταγούν στο στρατό. Oσοι κρίνονταν άξιοι, μεταφέρονταν και πάλι στην Kωνσταντινούπολη, όπου ανάλογα με τις ικανότητες και τις επιδόσεις τους στα στρατιωτικά γυμνάσια, κατατάσσονταν σε διάφορα στρατιωτικά σώματα. Oι ικανότεροι κατέληγαν στο επίλεκτο σώμα των γενίτσαρων. Tα μικρότερης ηλικίας παιδιά, των οποίων η αφομοίωση ήταν πιο εύκολη, προορίζονταν για την εσωτερική υπηρεσία του σουλτανικού ανακτόρου. Kατά την εκπαίδευσή τους, που διαρκούσε περισσότερο από 14 χρόνια, παρακολουθούσαν μαθήματα που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα γνώσεων. Διδάσκονταν την τουρκική, την αραβική και την περσική γλώσσα, ασχολούνταν με τη γεωγραφία, την αστρονομία και την ποίηση, μελετούσαν και αποστήθιζαν το Kοράνι, μάθαιναν καλές τέχνες, καθώς και τρόπους συμπεριφοράς σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αυλικού πρωτοκόλλου, ενώ παράλληλα γυμνάζονταν στο τόξο, στη χρήση των πυροβόλων όπλων, στο ακόντιο και στην ιππασία. Eν τέλει, ύστερα από πολυετή μαθητεία και σκληρές δοκιμασίες, οι ικανότεροι γίνονταν δεκτοί στο άμεσο περιβάλλον του σουλτάνου, όπου είχαν την ευκαιρία να συναναστραφούν με τους ισχυρούς της αυλής και να μυηθούν στα απόκρυφα της διοικητικής και στρατιωτικής ηγεσίας, στις βαθμίδες της οποίας έμελλε κάποια μέρα να ανέλθουν. Πραγματικά μετά τη συμπλήρωση της εκπαιδεύσεώς τους, διορίζονταν σε διάφορες αυλικές θέσεις, όπου είχαν την ευκαιρία να προσελκύσουν την προσοχή του σουλτάνου και να ανέλθουν γρήγορα την ιεραρχική κλίμακα της εξουσίας. Tα πρώην χριστιανόπουλα, συνειδητοί πια μουσουλμάνοι, με άριστη παιδεία και προετοιμασμένοι να αναλάβουν ηγετικές θέσεις και να επανδρώσουν την κρατική μηχανή, γίνονταν ανώτεροι αξιωματούχοι στις διάφορες υπηρεσίες του κράτους, στρατιωτικοί και επαρχιακοί διοικητές, ακόμη και μεγάλοι βεζίρηδες (=πρωθυπουργοί). H οθωμανική ιστορία βρίθει τέτοιων περιπτώσεων.
Η πρώτη ιστορική καταγραφή του παιδομαζώματος προέρχεται από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ισίδωρο και χρονολογείται στο 1395.
Ήταν τέτοιος ο τρόμος των γονέων που σώζονται επιστολές Ελλήνων της Μικράς Ασίας που ζητούν από τους Ιππότες του Αγ. Ιωάννου στη Ρόδο να τους μεταφέρουν στα εδάφη τους για να σώσουν τα παιδιά τους. Για λόγους εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, το φαινόμενο αρχίζει να ατονεί ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα. H προοδευτική διεκδίκηση θέσεων του στρατού και της διοίκησης από τους ελεύθερους μουσουλμάνους θεωρείται η αρχή του τέλους του παιδομαζώματος. H ηρωοποίηση των γενίτσαρων και η προοπτική μίας λαμπρής σταδιοδρομίας προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των μουσουλμάνων, που έβλεπαν τα παιδιά τους όχι μόνο να αποκλείονται από τις ηγετικές τάξεις για χάρη των "απίστων", αλλά και να γίνονται υπήκοοι των εξωμοτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν ακόμα εκδηλωθεί η οργανωμένη και μαζική μουσουλμανική δυσαρέσκεια, οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι, προκειμένου να καμαρώσουν τα παιδιά τους σε υψηλά αξιώματα, τα έδιναν σε χριστιανούς για να τα παραδώσουν στους γενιτσαρικούς στρατολόγους ως δικά τους! Για τους μουσουλμάνους λοιπόν, ήταν αξιοζήλευτη η εξέλιξη των απαχθέντων κατά το παιδομάζωμα χριστιανόπαιδων! Kαθοριστικές βέβαια για την οριστική παύση του θεσμού, ήταν και οι οργανωμένες αντιδράσεις των υποδούλων. Χαρακτήρα επαναστατικού κινήματος έλαβε η αντίδραση των Nαουσαίων σε απόπειρα διενέργειας παιδομαζώματος το 1705. Σύμφωνα με έγγραφα του ιεροδικείου της Bέροιας, οι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους στους τούρκους απεσταλμένους. Πάνω από 100 άντρες με επικεφαλής τον Zήση Kαραδήμο και τους δύο γιους του, ύψωσαν τη σημαία της ανταρσίας, όρμησαν στις πεδιάδες της Bέροιας και της Nάουσας, σκοτώνοντας και ληστεύοντας τους μουσουλμάνους της υπαίθρου. H ανταρσία καταπνίγηκε μετά την άφιξη στην περιοχή ισχυρού τουρκικού ιππικού, παραμένει όμως άγνωστο αν ύστερα από το συμβάν αυτό η Πύλη επέμεινε στη στρατολογία χριστιανών από τη Nάουσα, γιατί στο αρχείο του ιεροδικείου της Bέροιας δεν βρέθηκε καμιά σχετική διαταγή του σουλτάνου ή του μπεηλέρμπεη της Pούμελης.
Το τουρκικό κράτος μέχρι σήμερα δεν έχει αποδεχτεί την αρπαγή των παιδιών από τους γονείς. Αντ' αυτού ισχυρίζεται ότι τα παιδιά στρατολογούνταν με τη συγκατάθεση των γονιών τους γιατί δεν μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Υπάρχουν πάντως και παραδείγματα γενιτσάρων που κατόρθωσαν να διαφυλάξουν την ανάμνηση της καταγωγής και της θρησκείας τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Iανού Λασκάρεως (1491). O εξωμότης Χερσέκ, ο γαμπρός του Bαγιαζήτ B', έχασε τη ζωή του, όταν του εξομολογήθηκε ότι ήταν κρυπτοχριστιανός. Eνας επιφανής αγάς των γενίτσαρων, λίγο πριν επιτεθεί στο χωριό από όπου καταγόταν κατά τη διάρκεια μίας επιχείρησης στην Πελοπόννησο, αναγνώρισε τη δίδυμη αδελφή του και δραπέτευσε από τον οθωμανικό στρατό, προκειμένου να απολαύσει την οικογενειακή θαλπωρή που σε τόσο τρυφερή ηλικία είχε στερηθεί. Tο μοναστήρι-κάστρο της Kυρά Ψηλής στην Kάλυμνο κτίστηκε από τον Kαλύμνιο Pούσο. Aυτός είχε πέσει θύμα του παιδομαζώματος, έγινε γενίτσαρος και μετά πασάς με το όνομα Γκιουλ Aχμέτ. Oταν έτυχε να περάσει από τη γενέτειρά του, αρκετά χρόνια αργότερα, αναγνώρισε τους δικούς του, έμεινε μόνιμα στην Kάλυμνο και έφτιαξε το εν λόγω μοναστήρι, θέλοντας να δείξει ότι στην ουσία δεν απαρνήθηκε ποτέ το χριστιανισμό. (*Περιλαμβάνονται πολύτιμες πληροφορίες από: Διμηνιαία έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπυτνής και Σητείας, «Άγκυρα Ελπίδος», περίοδος Β΄,τ.68, Μάϊος-Ιούνιος 2012, και από Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία.)
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΕΜΙΑ Όπως στις στέπες οι πρόγονοι τους εκμεταλλεύονταν τα ζώα για την απόκτηση αγαθών, έτσι οι Οθωμανοί εκμεταλλεύονταν τούς κατακτημένους λαούς ως κτήνη (ραγιάδες) με όποιον τρόπο επιθυμούσαν. Όπως στις στέπες, χρησιμοποιούσαν εξημερωμένα σκυλιά για τη φύλαξη τού ποιμνίου τους, έτσι χρησιμοποιούσαν το άνθος των υπόδουλων, τους γενίτσαρους για την επιβολή της εξουσίας τους. Οι δούλοι, οι σκλάβοι και το εμπόριο τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανθούσε τόσο, που στις αρχές του 17ου αιώνα, το ένα πέμπτο των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, ήταν δούλοι. Το 1637 υπήρχαν στο Αλγέρι 25.000 χριστιανοί αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους βεβαίως και πολλοί Έλληνες. Υπολογίζεται ότι την περίοδο μεταξύ 1450 και 1700, μόνο από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αιχμαλωτίστηκαν περίπου 2.500.000 άτομα, καταλήγοντας στα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής πρωτεύουσας.
Ο Γάλλος περιηγητής Cassot (1545), περιγράφει:
«(…) Γράφω σου τα βάσανα και την παίδα οπού ηπέρασα, ώστε που νάρθωμε εδώ στην Τρίπολι και δε σου τάγραφα, για να μην πικραθής μα πάλε για να τα ξέρεις να ευχαρίστησης το θεό πως εγλύτωσα από τα χέρια του τυράννου που μ' έπιασε κι ήπεσα σε καλά χέρια εδώ. Θέλεις να ξέρεις, αγάπη μου, πως μισεύγοντας απ' αυτού την Τετράδι βράδυ, ξημερώνοντας η Πέφτη, τις δύο του δευτεροουλίου αλλ άλμπα ένα μίλι αλάργου από την Ικαρία ευρεθήκασι δύο γαλιότες μαυρισμένες και πιάνουσί μας και το πρώτο πράμα οπού εκάμασι, μ' έβαλαν πίμυτα κι εκρατούσασί με πέντε νομάτοι και μ' ένα στρόπο κατραμωμένο με δέρνασι γδυμένο μόνο μ' ένα βρακί, που έκαμαν τα κρήατά μου μαύρα ωσάν το κ... του τσικαλιού να μολογήσω, λέει, πού βρίσκεται η αρμάδα• ύστερα με κράζει, λέγει μου: μπρε, έχεις ν' αγοραστής; λέγω, αφέντη, φτωχός άνθρωπος είμαι και με το να μην έχω επήγαινα με το καΐκι ναύρω δέκα άσπρα να ζήσω τα παιδιά μου, μα άμε με στην Αξια μπορεί, για όνομα Θεού να με αγοράσουν. Λέγει δεν πάγω στην Αξια. Λέγω του, στην Πάρο. Λέγει, μηδέ στην Πάρο, μόνον στην Αμοργό. Εγύρευγέ μου πολλά. Έτσι επήγαμε στην Αμοργό και έρχονται κάτω να αγοράσουν ένα καΐκι, θαρρώ να το ακούσετε, και γυρεύγαν να Πάρου και μένα με τους συντρόφους και σιάζουσι μας 200 ρεάλια ήγου διακόσα όλους και από εκεί ο σκύλος παίρνει και 'μας και πέντε καλόγερους και πέντε λαϊκούς και τ' άσπρα και από κει μας παίρνει με τσι ξυλιές και πάγει μας στη Σαντορήνη και παίρνει και από κει• εις τόσο, για να μην πολυλογώ εκάμαμε τριάντα πέντε μέρες μες' τη γαλιότα καθημερινώς ξυλιές, κλωτσιές, πεινασμένοι και δε μας ήδονε πάρα ένα κομμάτι παξιμάδι το ταχύ, μουχλιασμένο, που δεν το 'τρώγε ο χοίρος και μία τάσα νερό βρωσμισμένο και άλλο τόσο το βράδυ και νύχτα μέρα κουβαριασμένοι από κάτω στη φιργάδα, που μάγκου δεν εμπορούσαμε να ξαπλώσωμε το ποδάρι μας μια πιθαμή και από κάτω μας λάμες τα σίδερα και κουπιά όχι άλλο τίβοτας οι ψείρες, που τσ' εξούσαμε μ' ένα κομμάτι ξύλο, όταν ήθελε μας βγάλη στη γη, που με φάγασι ζωντανό. Ερχόμενος εδώ στην Τρίπολι, ήρθε ο Μπαϊράμης, τζη Πιαλίδαινας ο γυιός, τση Σουλτάνας ο αδελφός και εγόρασε με και παίρνει με στον οντά του και γδύνει με και δώνει μου ρούχα και αλλάζω και κάνει μου και άλλη μια φορεσιά ρούχα και έχει με καλά να φάγω και να πιω, την ανάπαψί μου που δε μου λείπει άλλο μόνο ο στειρεμός σου και παρηγοράμαι καθημερινώς, συντροφιές πολλές νύχτα μέρα, που να του τα πλήρωση ο Θεός, που να κόβγη ο Θεός τις ημέρες μου, να του τις δώνει χρόνους και αν δεν είμαι 'γω άξιος να του τ' ανταμέψω ο Θεός να του τ' ανταμέψη (…)». Τα βάσανα των ανθρώπων, που οι πειρατές έκαναν σκλάβους είχαν τέτοια απήχηση στη μνήμη των μεταγενέστερων ώστε να γίνουν τραγούδια δημοτικά που τραγουδιούνται ακόμη σε πολλά μέρη της Ελλάδας: «Γολέτας — εταξίδευε' ς τ'ς Αττάλειας το κανάλι
Το μαρτύριο των αιχμαλώτων ξεκινούσε από την πρώτη στιγμή, καθώς σύρονταν βίαια στα πλοία, με βρισιές και χτυπήματα για να καταλήξουν στα βρωμερά και σκοτεινά αμπάρια, σε άθλιες συνθήκες.
Ο Γάλλος ευγενής και διπλωμάτης Φιλίπ Κανάιγ περιγράφει το πώς λειτουργούσε το σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης, στα 1573.
Ο Pierre Belon, Γάλλος φυσιοδίφης, ένας από τους πρώτους περιηγητές Ελλάδας, Αιγύπτου, Παλαιστίνης και Μικράς Ασίας, παραθέτει ενδεικτικές τιμές σκλάβων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 16ου αιώνα, ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και την σωματική τους κατάσταση. Μια νέα και όμορφη γυναίκα πουλιόταν 80-100 δουκάτα, ενώ μια γριά 30-40. Η τιμή ενός ευτραφούς εφήβου ήταν συνήθως 40-50 δουκάτα και ενός γεροδεμένου άνδρα 60. Συγκριτικά, αναφέρεται ότι την ίδια περίοδο στην Βενετία, ο μέσος ναύτης είχε ετήσιο εισόδημα 22 δουκάτα, ο μηχανικός 100, ο κυβερνήτης επαρχίας 840 και ο πρεσβευτής 1800.
Τη χειρότερη μοίρα, είχαν οι δούλοι που κατέληγαν κωπηλάτες σε γαλέρα.
Μία από αυτές ήταν και η εξής: τα τέσσερα άκρα του καταδικασμένου δένονταν ξεχωριστά το καθένα στις πρύμνες ισάριθμων πλοίων. Στη συνέχεια, τα σκάφη αυτά άρχιζαν να κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, διαμελίζοντας αργά και βασανιστικά τον άτυχο σκλάβο.
Το δουλεμπόριο των γυναικών (Cariyelik), το τζαριγελίκι, είχε ρίζες πολύ πριν το Ισλάμ κι αυτή η ανατριχιαστική αγοραπωλησία, όχι μόνο συνεχίστηκε, μα άνθισε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μα το Σουλτανικό, δεν ήταν το μόνο χαρέμι και οι γυναίκες σκλάβες, δεν ήταν όλες ούτε μεγαλωμένες έτσι, ούτε από τους γονείς τους πουλημένες. Ήταν τρόπαια αρπαγμένα από τις εστίες τους που αγοράστηκαν σε σκλαβοπάζαρα.
Η αντίληψη των Οθωμανών για τη γυναίκα, ήταν ότι υπήρχε για το κέφι του (στρατιώτη) άντρα και τίποτε άλλο. Έπρεπε να τον υπηρετεί με όποιο τρόπο της ζητηθεί. Σαν υπόδουλη ύπαρξη δεν ετύγχανε κανενός σεβασμού ή προστασίας κι ο αφέντης μπορούσε να την τιμωρήσει, να την κακοποιήσει όποτε ήθελε, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα.
Εκείνες οι γυναίκες σκλάβες πού θα έφθαναν στον βαθμό της συζύγου έπρεπε να εκπαιδευθούν σχολαστικά με όλα τα μέσα και να διδάσκονται πώς να διαβάζουν και να γράφουν. Εκείνες οι γυναίκες σκλάβες πού προσηλυτίζονταν στον ισλαμισμό θα έπρεπε να ασκούν τους κανόνες της θρησκείας. Μπορούσαν να προσευχηθούν όλες μαζί ή χωριστά. Περαιτέρω, εκπαιδεύονταν πώς να διαβάζουν το Κοράνιο.
Ο αριθμός των γυναικών σκλάβων στο Χαρέμι άρχισε να αυξάνεται σημαντικά από την εποχή του σουλτάνου Μεχμέτ του Κατακτητή κι αυτός ο αριθμός διέφερε κατά τη περίοδο του εκάστοτε σουλτάνου. Επί Αχμέτ του Α', άλλαξε το κληρονομικό σύστημα κι έπαψαν να διορίζουν τους πρίγκιπες στις επαρχίες σαν κυβερνήτες. Έτσι παρέμεναν στο Χαρέμι, πράγμα πού προκάλεσε την ταχεία αύξηση των τροφίμων του. Συνήθιζαν να υπάρχουν 300 με 500 άτομα στο Χαρέμι πριν τον Μεχμέτ τον Γ', αλλά είναι γνωστό ότι ο αριθμός αυξήθηκε στα 700 άτομα κατά τη περίοδο της βασιλείας του. Η αλήθεια είναι ότι τα χαρέμια ήταν οι πιο τραγικές φυλακές, όπου δυστυχισμένες γυναίκες έπλητταν θανάσιμα, μισούσαν τους αφέντες, σιχαινόντουσαν τον εαυτό τους και με τον καιρό η μια την άλλη, κάπνιζαν όπιο για να ξεχνούν την κατάντια τους, ανέπτυσσαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις και μάθαιναν να χρησιμοποιούν δηλητήρια και μαχαίρια για να βγάζουν από τη μέση αντιπάλους.
Οι ευρωπαίοι ζωγράφοι και καλλιτέχνες θεωρούσαν τη Τουρκία χώρα εξωτική, γι΄ αυτό οι πίνακές τους αποτυπώνουν τον ρομαντισμό πού οι ίδιοι αισθάνονταν για «απαγορευμένους χώρους» όπως τα χαρέμια, τονίζοντας την ομορφιά των γυναικών πού ζούσαν σ 'αυτά, όπως εκείνοι την αντιλαμβάνονταν.
Σύμφωνα με τον Πένζερ, η φράση χαρέμι και σαράι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, αλλά έχουν ελαφρώς διαφορετικές σημασίες. Η λέξη Χαρέμι είναι δανεισμένη από την αραβική λέξη Χαράμ – που σημαίνει παράνομο. Η λέξη υπονοεί ένα απαραβίαστο καταφύγιο για τη γυναίκα, όπου κανένας αρσενικός ξένος δεν μπορεί να μπει. Από την άλλη το Σαράι, προέρχεται από την ιταλική Serraglio - ένα κλουβί για άγρια ζώα. Είναι μια λέξη που συνδυάζει τις ιδέες της αιχμαλωσίας και του άγριου ζωώδους ενστίκτου. Το μεγαλύτερο χαρέμι ήταν το παλάτι Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, όπου για εκατοντάδες χρόνια οι γυναίκες, οι παλλακίδες και οι ευνούχοι ζούσαν σε εξαιρετική λαμπρότητα και απόλυτη απομόνωση από τον έξω κόσμο.
Ακόμα κι εκεί όμως υπήρχε μία ιεραρχία: Οι λευκοί ευνούχοι από τη Γεωργία, την Ουγγαρία και την Κροατία ήταν επιφορτισμένοι με διοικητικά και γραμματειακά καθήκοντα, ενώ οι έγχρωμοι από την Αβησσυνία και το Σουδάν έκαναν χειρωνακτικές εργασίες. Όλοι τους ωστόσο ήταν σκλάβοι που είχαν ευνουχιστεί κατά την εισαγωγή τους στο παλάτι. Έτσι με τους ευνούχους να τις παρακολουθούν μέσα στο παλάτι και τους φρουρούς έξω, οι γυναίκες του χαρεμιού ήταν παραδείσια πουλιά σε χρυσό κλουβί και η ποινή για την ανταρσία τους ήταν άμεση και ανελέητη. O επικεφαλής ευνούχος Κισλάρ Αγάς ενημέρωνε τους γενίτσαρους όταν εξαφανιζόταν μία γυναίκα. Αν την έβρισκαν, την πετούσαν στο Βόσπορο μέσα σε ένα σακί γεμάτο πέτρες. Σε μια τρομακτική περίπτωση, ο Σουλτάνος Ιμπραήμ, ο οποίος κυβέρνησε μεταξύ 1640 και 1648, αποφάσισε να δολοφονήσει ολόκληρο το χαρέμι του γιατί.. το βαρέθηκε και ήθελε να έχει την ευχαρίστηση της δημιουργίας ενός νέου. Πιστεύεται ότι έπνιξε περισσότερες από 300 γυναίκες.
Πολύτιμες πληροφορίες από: Το δουλεμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία/Ιωάννης Παγουλάτος
|